τύφλινος: Difference between revisions
From LSJ
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
(c2) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1165.png Seite 1165]] od. τυφλῖνος, ὁ, eine Schlangenart, wie unsere Blindschleiche, Arist. H. A. 8, 24. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1165.png Seite 1165]] od. τυφλῖνος, ὁ, eine Schlangenart, wie unsere Blindschleiche, Arist. H. A. 8, 24. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / τυφλῖνος, ΝΑ, και [[τυφλίνης]] και [[τύφλην]], Α<br /><b>ζωολ.</b> [[λόγια]] [[ονομασία]] είδους φιδιού που μοιάζει με στιλπνό [[σκουλήκι]], του Typhlops vermicularis, του γένους [[τυφλώψ]], τυπικού [[εκπροσώπου]] της οικογένειας [[τυφλωπίδες]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λόγια]] [[ονομασία]] άποδης σαύρας, [[είδος]] σκίγκου, γνωστό και με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[κονάκι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἰχθὺς]] Νειλώϊος»·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυφλός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖνος</i> ([[πρβλ]]. [[κορακίνος]], [[κυπρίνος]]), λόγω τών μικρών ματιών του ερπετού]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:52, 6 February 2024
German (Pape)
[Seite 1165] od. τυφλῖνος, ὁ, eine Schlangenart, wie unsere Blindschleiche, Arist. H. A. 8, 24.
Greek Monolingual
ο / τυφλῖνος, ΝΑ, και τυφλίνης και τύφλην, Α
ζωολ. λόγια ονομασία είδους φιδιού που μοιάζει με στιλπνό σκουλήκι, του Typhlops vermicularis, του γένους τυφλώψ, τυπικού εκπροσώπου της οικογένειας τυφλωπίδες
νεοελλ.
λόγια ονομασία άποδης σαύρας, είδος σκίγκου, γνωστό και με την κοινή ονομασία κονάκι
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ἰχθὺς Νειλώϊος»·
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + επίθημα -ῖνος (πρβλ. κορακίνος, κυπρίνος), λόγω τών μικρών ματιών του ερπετού].