ῥοιζώδης: Difference between revisions
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῶδες, Α [[ | |mltxt=-ῶδες, Α [[ῥοῖζος]]<br /><b>1.</b> [[ηχηρός]], [[θορυβώδης]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ῥοιζῶδες</i><br />η [[κίνηση]] που συνοδεύεται από θόρυβο, από [[σφύριγμα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:55, 6 February 2024
English (LSJ)
ες, like or with a rushing noise, of the pulse, Archig. ap. Gal.8.647; of emission of breath, Id.5.231: τὸ ῥ. rapid, whizzing motion, Plu.2.923c.
German (Pape)
[Seite 848] ες, geräuschartig, geräuschvoll, Sp.; τὸ ῥοιζῶδες, geräuschvolle Schnelligkeit, Plut.; τῆς περιαγωγῆς, de fac. in orbe lun. 6, besser als die v.l. ῥιζῶδες.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
bruyant ; impétueux.
Étymologie: ῥοῖζος, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
ῥοιζώδης: шумящий, шумный Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοιζώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὅμοιος πρὸς ὁρμητικὸν ἦχον ἢ μετὰ ἤχου ὁρμητικοῦ, θορυβώδης, Γαλην.· τὸ ῥοιζῶδες, ὁρμητικὴ μετὰ συριγμοῦ καὶ θορύβου κίνησις, Πλούτ. 2. 923C.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α ῥοῖζος
1. ηχηρός, θορυβώδης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥοιζῶδες
η κίνηση που συνοδεύεται από θόρυβο, από σφύριγμα.