τηλέπλανος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(4b)
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tileplanos
|Transliteration C=tileplanos
|Beta Code=thle/planos
|Beta Code=thle/planos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">far-wandering</b>, <b class="b3">πλάναι τ</b>. <b class="b2">devious</b> wanderings, <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>576</span> (lyr., restored by Seidler metri gr. for <b class="b3">τηλέπλαγκτοι</b>).</span>
|Definition=τηλέπλανον, [[far-wandering]], <b class="b3">πλάναι τ.</b> [[devious]] wanderings, [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''576 (lyr., restored by Seidler metri gr. for [[τηλέπλαγκτοι]]).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui erre au loin]].<br />'''Étymologie:''' [[τῆλε]], πλανάομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''τηλέπλᾰνος:''' далеко блуждающий, т. е. дальний, отдаленный (πλάναι Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τηλέπλᾰνος''': ὁ μακρὰν πλανώμενος, ποῖ μ’ ἄγουσι τηλέπλανοι πλάναι; Αἰσχύλ. Πρ. 576· - ἐκ διορθώσεως τοῦ Elmsl. [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἀντὶ τηλέπλαγκτοι.
|lstext='''τηλέπλᾰνος''': ὁ μακρὰν πλανώμενος, ποῖ μ’ ἄγουσι τηλέπλανοι πλάναι; Αἰσχύλ. Πρ. 576· - ἐκ διορθώσεως τοῦ Elmsl. [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἀντὶ τηλέπλαγκτοι.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui erre au loin.<br />'''Étymologie:''' [[τῆλε]], πλανάομαι.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που περιπλανιέται σε μακρινά μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τηλ</i>(<i>ε</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλανος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἀλί</i>-<i>πλανος</i>, <i>πολύ</i>-<i>πλανος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που περιπλανιέται σε μακρινά μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τηλ</i>(<i>ε</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλανος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i>), [[πρβλ]]. [[ἀλίπλανος]], [[πολύπλανος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τηλέπλᾰνος:''' -ον, αυτός που παραπλανά από [[μακριά]], ύπουλος, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''τηλέπλᾰνος:''' -ον, αυτός που παραπλανά από [[μακριά]], ύπουλος, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''τηλέπλᾰνος:''' далеко блуждающий, т. е. дальний, отдаленный (πλάναι Aesch.).
|mdlsjtxt=τηλέ-πλᾰνος, ον,<br />far-[[wandering]], [[devious]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 09:09, 7 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηλέπλᾰνος Medium diacritics: τηλέπλανος Low diacritics: τηλέπλανος Capitals: ΤΗΛΕΠΛΑΝΟΣ
Transliteration A: tēléplanos Transliteration B: tēleplanos Transliteration C: tileplanos Beta Code: thle/planos

English (LSJ)

τηλέπλανον, far-wandering, πλάναι τ. devious wanderings, A.Pr.576 (lyr., restored by Seidler metri gr. for τηλέπλαγκτοι).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui erre au loin.
Étymologie: τῆλε, πλανάομαι.

Russian (Dvoretsky)

τηλέπλᾰνος: далеко блуждающий, т. е. дальний, отдаленный (πλάναι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

τηλέπλᾰνος: ὁ μακρὰν πλανώμενος, ποῖ μ’ ἄγουσι τηλέπλανοι πλάναι; Αἰσχύλ. Πρ. 576· - ἐκ διορθώσεως τοῦ Elmsl. χάριν τοῦ μέτρου ἀντὶ τηλέπλαγκτοι.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που περιπλανιέται σε μακρινά μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -πλανος (< πλανῶμαι), πρβλ. ἀλίπλανος, πολύπλανος].

Greek Monotonic

τηλέπλᾰνος: -ον, αυτός που παραπλανά από μακριά, ύπουλος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

τηλέ-πλᾰνος, ον,
far-wandering, devious, Aesch.