ζηλοδοτήρ: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
mNo edit summary |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=zilodotir | |Transliteration C=zilodotir | ||
|Beta Code=zhlodoth/r | |Beta Code=zhlodoth/r | ||
|Definition= | |Definition=ζηλοδοτῆρος, ὁ, [[giver of bliss]], ''AP'' 9.524.7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:35, 8 February 2024
English (LSJ)
ζηλοδοτῆρος, ὁ, giver of bliss, AP 9.524.7.
German (Pape)
[Seite 1138] ῆρος, ὁ, heißt Dionysus, Anth. IX, 524, 7, der Leidenschaft od. edles Streben erweckt.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
qui procure des biens enviables (Bacchus).
Étymologie: ζῆλος, δοτήρ.
Russian (Dvoretsky)
ζηλοδοτήρ: ηρος ὁ внушающий рвение, пробуждающий страсти (Διονυσος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ζηλοδοτήρ: -ῆρος, ὁ, πάροχος εὐδαιμονίας, μακαριότητος, κατ’ ἄλλους, ὁ ἐμβάλλων εὐγενῆ ὁρμήν, Διόνυσος Ἀνθ. Π. 9. 524, 7.
Greek Monolingual
ζηλοδοτήρ, -ῆρος, ό (Α)
αυτός που διεγείρει τον ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος (Ι) + δοτήρ (< δίδωμι.
Greek Monotonic
ζηλοδοτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που χαρίζει ευδαιμονία, ευτυχία, μακαριότητα, σε Ανθ.