ὁμοιωματικός: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Aehnli" to "Ähnli")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omoiomatikos
|Transliteration C=omoiomatikos
|Beta Code=o(moiwmatiko/s
|Beta Code=o(moiwmatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[denoting resemblance]], ὄνομα <span class="bibl">D.T.636.12</span>, cf. <span class="bibl">637.11</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> <b class="b2">in a simile</b>, Sch.<span class="bibl">Il.5.638</span>.</span>
|Definition=ὁμοιωματική, ὁμοιωματικόν, [[denoting resemblance]], ὄνομα D.T.636.12, cf. 637.11. Adv. [[ὁμοιωματικῶς]] = [[in a simile]], Sch.Il.5.638.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0337.png Seite 337]] zum Aehnlichmachen, zur Abbildung gehörig, Gramm.; auch adv., wie Schol. Il. 5, 638 und zu Opp. Hal. 2, 113.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0337.png Seite 337]] zum Ähnlichmachen, zur Abbildung gehörig, Gramm.; auch adv., wie Schol. Il. 5, 638 und zu Opp. Hal. 2, 113.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 15:02, 20 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιωμᾰτικός Medium diacritics: ὁμοιωματικός Low diacritics: ομοιωματικός Capitals: ΟΜΟΙΩΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: homoiōmatikós Transliteration B: homoiōmatikos Transliteration C: omoiomatikos Beta Code: o(moiwmatiko/s

English (LSJ)

ὁμοιωματική, ὁμοιωματικόν, denoting resemblance, ὄνομα D.T.636.12, cf. 637.11. Adv. ὁμοιωματικῶς = in a simile, Sch.Il.5.638.

German (Pape)

[Seite 337] zum Ähnlichmachen, zur Abbildung gehörig, Gramm.; auch adv., wie Schol. Il. 5, 638 und zu Opp. Hal. 2, 113.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιωματικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὁμοιότητα, Θεόδ. Στουδ. 512D. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν παρομοιώσει, Σχόλ. Βεν. εἰς Ἰλ. Ε. 638. 2) ὁμοιότητα δηλῶν, ὁμ. ὄνομα (τοσοῦτος, τοιοῦτος, τηλικοῦτος, καὶ τὰ τούτοις συνώνυμα) Διον. Θρᾷξ 636, 12.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὁμοιωματικός, -ή, -όν) ομοίωμα
γραμμ. (για αντωνυμία ή σύνδεσμο) αυτός που δηλώνει ομοιότητα προς κάτι («η λέξη όπως είναι ομοιωματικός σύνδεσμος»)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ομοιωματικά
σημεία γραφής (»)τα οποία τίθενται κάτω από φράση, λέξη ή αριθμό και με τα οποία υπονοείται η παραπάνω φράση ή λέξη ή ο παραπάνω αριθμός
νεοελλ.-μσν.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ομοίωμα ή σε ομοίωση.
επίρρ...
ὁμοιωματικῶς (Α)
με παρομοίωση, με σύγκριση.