ὁμοιωματικός
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English (LSJ)
ὁμοιωματική, ὁμοιωματικόν, denoting resemblance, ὄνομα D.T.636.12, cf. 637.11. Adv. ὁμοιωματικῶς = in a simile, Sch.Il.5.638.
German (Pape)
[Seite 337] zum Ähnlichmachen, zur Abbildung gehörig, Gramm.; auch adv., wie Schol. Il. 5, 638 und zu Opp. Hal. 2, 113.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιωματικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὁμοιότητα, Θεόδ. Στουδ. 512D. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν παρομοιώσει, Σχόλ. Βεν. εἰς Ἰλ. Ε. 638. 2) ὁμοιότητα δηλῶν, ὁμ. ὄνομα (τοσοῦτος, τοιοῦτος, τηλικοῦτος, καὶ τὰ τούτοις συνώνυμα) Διον. Θρᾷξ 636, 12.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ὁμοιωματικός, -ή, -όν) ομοίωμα
γραμμ. (για αντωνυμία ή σύνδεσμο) αυτός που δηλώνει ομοιότητα προς κάτι («η λέξη όπως είναι ομοιωματικός σύνδεσμος»)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ομοιωματικά
σημεία γραφής (»)τα οποία τίθενται κάτω από φράση, λέξη ή αριθμό και με τα οποία υπονοείται η παραπάνω φράση ή λέξη ή ο παραπάνω αριθμός
νεοελλ.-μσν.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ομοίωμα ή σε ομοίωση.
επίρρ...
ὁμοιωματικῶς (Α)
με παρομοίωση, με σύγκριση.