βαρύοσμος: Difference between revisions
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
mNo edit summary |
|||
Line 27: | Line 27: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[foul-smelling]]=== | |trtx====[[foul-smelling]]=== | ||
Danish: ildelugtende; Greek: [[απόζων]], [[βρομερός]], [[βρωμερός]], [[βρομώδης]], [[δύσοσμος]], [[δυσώδης]], [[κάκοσμος]], [[μεφιτικός]], [[οζώδης]], [[που βρομάει]], [[που έχει άσχημη μυρωδιά]], [[που μυρίζει]], [[που μυρίζει άσχημα]]; Ancient Greek: [[βρομῶδες]], [[βρομώδης]], [[βρωμῶδες]], [[βρωμώδης]], [[δυσῶδες]], [[δυσώδης]], [[ἔμβρωμος]], [[κάκοσμος]]; Hungarian: büdös, bűzös, rossz szagú; Latin: [[foetidus]]; Malayalam: ദുർഗന്ധമുള്ള; Norwegian Bokmål: illeluktende; Ottoman Turkish: آغر; Spanish: [[maloliente]], [[fétido]]; Swedish: illaluktande | Danish: ildelugtende; Greek: [[απόζων]], [[βρομερός]], [[βρωμερός]], [[βρομώδης]], [[δύσοσμος]], [[δυσώδης]], [[κάκοσμος]], [[μεφιτικός]], [[οζώδης]], [[που βρομάει]], [[που έχει άσχημη μυρωδιά]], [[που μυρίζει]], [[που μυρίζει άσχημα]]; Ancient Greek: [[βαρύοσμος]], [[βδελυρός]], [[βδελυχρός]], [[βρομῶδες]], [[βρομώδης]], [[βρυώδης]], [[βρωμῶδες]], [[βρωμώδης]], [[γράσων]], [[δυσαής]], [[δυσῶδες]], [[δυσώδης]], [[ἔμβρωμος]], [[κάκοσμος]]; Hungarian: büdös, bűzös, rossz szagú; Latin: [[foetidus]]; Malayalam: ദുർഗന്ധമുള്ള; Norwegian Bokmål: illeluktende; Ottoman Turkish: آغر; Spanish: [[maloliente]], [[fétido]]; Swedish: illaluktande | ||
}} | }} |
Revision as of 17:53, 22 February 2024
English (LSJ)
βαρύοσμον,
A = βαρύοδμος, of oppressive smell, with an unpleasant odour, Arist.Mir. 831b24, Sor.2.29: Comp., Dsc.3.121.
II metaph., 'in bad odour', PSI2.158.25.
Spanish (DGE)
(βᾰρύοσμος) -ον
1 de olor fuerte, de olor penetrante τὸ ἀπὸ τῆς πύξου μέλι Arist.Mir.831b25, πολιόν Nic.Th.64, cf. Dsc.3.110, κόνυξα Dsc.3.121, Sor.112.10, Gp.18.2.4.
2 de pers. maloliente anón. astrol. en PSI 158.25 (III d.C.).
German (Pape)
[Seite 434] = βαρύοδμος, Arist. Mir. Ausc. 17.
Russian (Dvoretsky)
βαρύοσμος: сильно пахнущий (μέλι τὸ ἀπὸ τῆς πύξου Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύοσμος: -ον, = βαρύοδμος, Ἀριστ. Θαυμ. 17.
Greek Monolingual
βαρύοσμος και βαρύοδμος, -ον (Α)
αυτός που έχει βαριά, ενοχλητική μυρωδιά.
Translations
foul-smelling
Danish: ildelugtende; Greek: απόζων, βρομερός, βρωμερός, βρομώδης, δύσοσμος, δυσώδης, κάκοσμος, μεφιτικός, οζώδης, που βρομάει, που έχει άσχημη μυρωδιά, που μυρίζει, που μυρίζει άσχημα; Ancient Greek: βαρύοσμος, βδελυρός, βδελυχρός, βρομῶδες, βρομώδης, βρυώδης, βρωμῶδες, βρωμώδης, γράσων, δυσαής, δυσῶδες, δυσώδης, ἔμβρωμος, κάκοσμος; Hungarian: büdös, bűzös, rossz szagú; Latin: foetidus; Malayalam: ദുർഗന്ധമുള്ള; Norwegian Bokmål: illeluktende; Ottoman Turkish: آغر; Spanish: maloliente, fétido; Swedish: illaluktande