βρωμώδης: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "βρομερός, βρωμερός, βρομώδης, δύσοσμος" to "βρομερός, βρωμερός, βρομώδης, δύσοσμος, δυσώδης") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "βρομῶδες, βρομώδης, βρωμῶδες, βρωμώδης, δυσῶδες, δυσώδης, ἔμβρωμος, κάκοσμος" to "βαρύοσμος, βδελυρός, [[βδ...) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[foul-smelling]]=== | |trtx====[[foul-smelling]]=== | ||
Danish: ildelugtende; Greek: [[απόζων]], [[βρομερός]], [[βρωμερός]], [[βρομώδης]], [[δύσοσμος]], [[δυσώδης]], [[κάκοσμος]], [[μεφιτικός]], [[οζώδης]], [[που βρομάει]], [[που έχει άσχημη μυρωδιά]], [[που μυρίζει]], [[που μυρίζει άσχημα]]; Ancient Greek: [[βρομῶδες]], [[βρομώδης]], [[βρωμῶδες]], [[βρωμώδης]], [[δυσῶδες]], [[δυσώδης]], [[ἔμβρωμος]], [[κάκοσμος]]; Hungarian: büdös, bűzös, rossz szagú; Latin: [[foetidus]]; Malayalam: ദുർഗന്ധമുള്ള; Norwegian Bokmål: illeluktende; Ottoman Turkish: آغر; Spanish: [[maloliente]], [[fétido]]; Swedish: illaluktande | Danish: ildelugtende; Greek: [[απόζων]], [[βρομερός]], [[βρωμερός]], [[βρομώδης]], [[δύσοσμος]], [[δυσώδης]], [[κάκοσμος]], [[μεφιτικός]], [[οζώδης]], [[που βρομάει]], [[που έχει άσχημη μυρωδιά]], [[που μυρίζει]], [[που μυρίζει άσχημα]]; Ancient Greek: [[βαρύοσμος]], [[βδελυρός]], [[βδελυχρός]], [[βρομῶδες]], [[βρομώδης]], [[βρυώδης]], [[βρωμῶδες]], [[βρωμώδης]], [[γράσων]], [[δυσαής]], [[δυσῶδες]], [[δυσώδης]], [[ἔμβρωμος]], [[κάκοσμος]]; Hungarian: büdös, bűzös, rossz szagú; Latin: [[foetidus]]; Malayalam: ദുർഗന്ധമുള്ള; Norwegian Bokmål: illeluktende; Ottoman Turkish: آغر; Spanish: [[maloliente]], [[fétido]]; Swedish: illaluktande | ||
}} | }} |
Revision as of 17:53, 22 February 2024
English (LSJ)
βρωμῶδες, stinking, foul-smelling, Str.5.4.6, Diph.Siph. ap. Ath.8.355f, Diocl.Fr.138, Dsc.1.7, etc.; cf. βρομώδης.
Spanish (DGE)
-ες
• Grafía: frec. graf. βρομώδης Xenocr.19, 28, 32, Str.5.4.6, Ath.88a, Sm.Ib.41.26
de olor muy fuerte, apestoso ref. a alimentos (esp. peces y plantas), Diocl.Fr.138, Diph.Siph. en Ath.355f, Dsc.4.153, Xenocr.ll.cc., Ath.l.c.
•fétido ἀναπνοαί de las solfataras, Str.l.c., s. cont., Sm.l.c.
•subst. τὸ β. ... καὶ θολερόν Plu.2.791b.
German (Pape)
[Seite 467] ες, stinkend, bockig riechend, Diosc.; bei Plut. u. A. findet sich auch βρομώδης geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
βρωμώδης: -ες, (εἶδος) ὁ βρωμῶν, δυσωδίαν ἀποφέρων, Στράβ. 246.
Translations
foul-smelling
Danish: ildelugtende; Greek: απόζων, βρομερός, βρωμερός, βρομώδης, δύσοσμος, δυσώδης, κάκοσμος, μεφιτικός, οζώδης, που βρομάει, που έχει άσχημη μυρωδιά, που μυρίζει, που μυρίζει άσχημα; Ancient Greek: βαρύοσμος, βδελυρός, βδελυχρός, βρομῶδες, βρομώδης, βρυώδης, βρωμῶδες, βρωμώδης, γράσων, δυσαής, δυσῶδες, δυσώδης, ἔμβρωμος, κάκοσμος; Hungarian: büdös, bűzös, rossz szagú; Latin: foetidus; Malayalam: ദുർഗന്ധമുള്ള; Norwegian Bokmål: illeluktende; Ottoman Turkish: آغر; Spanish: maloliente, fétido; Swedish: illaluktande