οζώδης: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
m (Text replacement - "βρομῶδες, βρομώδης, βρωμῶδες, βρωμώδης, δυσῶδες, δυσώδης, ἔμβρωμος, κάκοσμος" to "βαρύοσμος, βδελυρός, [[βδ...) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "Danish: ildelugtende;" to "Danish: ildelugtende; Dutch: kwalijkriekend, stinkend; German: faulig riechend, stinkend, übel riechend, übelriechend;") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[foul-smelling]]=== | |trtx====[[foul-smelling]]=== | ||
Danish: ildelugtende; Greek: [[απόζων]], [[βρομερός]], [[βρωμερός]], [[βρομώδης]], [[δύσοσμος]], [[δυσώδης]], [[κάκοσμος]], [[μεφιτικός]], [[οζώδης]], [[που βρομάει]], [[που έχει άσχημη μυρωδιά]], [[που μυρίζει]], [[που μυρίζει άσχημα]]; Ancient Greek: [[βαρύοσμος]], [[βδελυρός]], [[βδελυχρός]], [[βρομῶδες]], [[βρομώδης]], [[βρυώδης]], [[βρωμῶδες]], [[βρωμώδης]], [[γράσων]], [[δυσαής]], [[δυσῶδες]], [[δυσώδης]], [[ἔμβρωμος]], [[κάκοσμος]]; Hungarian: büdös, bűzös, rossz szagú; Latin: [[foetidus]]; Malayalam: ദുർഗന്ധമുള്ള; Norwegian Bokmål: illeluktende; Ottoman Turkish: آغر; Spanish: [[maloliente]], [[fétido]]; Swedish: illaluktande | Danish: ildelugtende; Dutch: [[kwalijkriekend]], [[stinkend]]; German: [[faulig riechend]], [[stinkend]], [[übel riechend]], [[übelriechend]]; Greek: [[απόζων]], [[βρομερός]], [[βρωμερός]], [[βρομώδης]], [[δύσοσμος]], [[δυσώδης]], [[κάκοσμος]], [[μεφιτικός]], [[οζώδης]], [[που βρομάει]], [[που έχει άσχημη μυρωδιά]], [[που μυρίζει]], [[που μυρίζει άσχημα]]; Ancient Greek: [[βαρύοσμος]], [[βδελυρός]], [[βδελυχρός]], [[βρομῶδες]], [[βρομώδης]], [[βρυώδης]], [[βρωμῶδες]], [[βρωμώδης]], [[γράσων]], [[δυσαής]], [[δυσῶδες]], [[δυσώδης]], [[ἔμβρωμος]], [[κάκοσμος]]; Hungarian: büdös, bűzös, rossz szagú; Latin: [[foetidus]]; Malayalam: ദുർഗന്ധമുള്ള; Norwegian Bokmål: illeluktende; Ottoman Turkish: آغر; Spanish: [[maloliente]], [[fétido]]; Swedish: illaluktande | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:58, 22 February 2024
Greek Monolingual
(I)
-ες (Α ὀζώδης, -ῶδες) [όζος (Ι)]
1. (για φυτά) αυτός που έχει όζους, κλάδους
2. (για ξύλο) αυτός που έχει ρόζους, κόμπους
νεοελλ.
ιατρ. χαρακτηρισμός νόσου κατά την οποία εμφανίζονται όζοι ή οζίδια (α. «οζώδες ερύθημα» β. «οζώδης περιαρτηρίτιδα»).
(II)
ὀζώδης, -ῶδες (ΑΜ)
αυτός που αναδίδει δυσάρεστη οσμή, δύσοσμος, δυσώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀζ- του ὄζω «αναδίδω δυσάρεστη οσμή» + κατάλ. -ώδης].
Translations
foul-smelling
Danish: ildelugtende; Dutch: kwalijkriekend, stinkend; German: faulig riechend, stinkend, übel riechend, übelriechend; Greek: απόζων, βρομερός, βρωμερός, βρομώδης, δύσοσμος, δυσώδης, κάκοσμος, μεφιτικός, οζώδης, που βρομάει, που έχει άσχημη μυρωδιά, που μυρίζει, που μυρίζει άσχημα; Ancient Greek: βαρύοσμος, βδελυρός, βδελυχρός, βρομῶδες, βρομώδης, βρυώδης, βρωμῶδες, βρωμώδης, γράσων, δυσαής, δυσῶδες, δυσώδης, ἔμβρωμος, κάκοσμος; Hungarian: büdös, bűzös, rossz szagú; Latin: foetidus; Malayalam: ദുർഗന്ധമുള്ള; Norwegian Bokmål: illeluktende; Ottoman Turkish: آغر; Spanish: maloliente, fétido; Swedish: illaluktande