οζώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
(28)
 
m (Text replacement - "Danish: ildelugtende;" to "Danish: ildelugtende; Dutch: kwalijkriekend, stinkend; German: faulig riechend, stinkend, übel riechend, übelriechend;")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ες (Α [[ὀζώδης]], -ῶδες) [<i>όζος</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που έχει όζους, κλάδους<br /><b>2.</b> (για [[ξύλο]]) αυτός που έχει ρόζους, κόμπους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[χαρακτηρισμός]] νόσου [[κατά]] την οποία εμφανίζονται όζοι ή οζίδια (α. «οζώδες [[ερύθημα]]» β. «[[οζώδης]] [[περιαρτηρίτιδα]]»).———————— <b>(II)</b><br />[[ὀζώδης]], -ῶδες (ΑΜ)<br />αυτός που αναδίδει δυσάρεστη [[οσμή]], [[δύσοσμος]], [[δυσώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀζ</i>- του <i>ὄζω</i> «[[αναδίδω]] δυσάρεστη [[οσμή]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ες (Α [[ὀζώδης]], -ῶδες) [<i>όζος</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που έχει όζους, κλάδους<br /><b>2.</b> (για [[ξύλο]]) αυτός που έχει ρόζους, κόμπους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[χαρακτηρισμός]] νόσου [[κατά]] την οποία εμφανίζονται όζοι ή οζίδια (α. «οζώδες [[ερύθημα]]» β. «[[οζώδης]] [[περιαρτηρίτιδα]]»).<br /> <b>(II)</b><br />[[ὀζώδης]], -ῶδες (ΑΜ)<br />αυτός που αναδίδει δυσάρεστη [[οσμή]], [[δύσοσμος]], [[δυσώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀζ</i>- του <i>ὄζω</i> «[[αναδίδω]] δυσάρεστη [[οσμή]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>].
}}
{{trml
|trtx====[[foul-smelling]]===
Danish: ildelugtende; Dutch: [[kwalijkriekend]], [[stinkend]]; German: [[faulig riechend]], [[stinkend]], [[übel riechend]], [[übelriechend]]; Greek: [[απόζων]], [[βρομερός]], [[βρωμερός]], [[βρομώδης]], [[δύσοσμος]], [[δυσώδης]], [[κάκοσμος]], [[μεφιτικός]], [[οζώδης]], [[που βρομάει]], [[που έχει άσχημη μυρωδιά]], [[που μυρίζει]], [[που μυρίζει άσχημα]]; Ancient Greek: [[βαρύοσμος]], [[βδελυρός]], [[βδελυχρός]], [[βρομῶδες]], [[βρομώδης]], [[βρυώδης]], [[βρωμῶδες]], [[βρωμώδης]], [[γράσων]], [[δυσαής]], [[δυσῶδες]], [[δυσώδης]], [[ἔμβρωμος]], [[κάκοσμος]]; Hungarian: büdös, bűzös, rossz szagú; Latin: [[foetidus]]; Malayalam: ദുർഗന്ധമുള്ള; Norwegian Bokmål: illeluktende; Ottoman Turkish: ⁧آغر⁩; Spanish: [[maloliente]], [[fétido]]; Swedish: illaluktande
}}
}}

Latest revision as of 17:58, 22 February 2024

Greek Monolingual

(I)
-ες (Α ὀζώδης, -ῶδες) [όζος (Ι)]
1. (για φυτά) αυτός που έχει όζους, κλάδους
2. (για ξύλο) αυτός που έχει ρόζους, κόμπους
νεοελλ.
ιατρ. χαρακτηρισμός νόσου κατά την οποία εμφανίζονται όζοι ή οζίδια (α. «οζώδες ερύθημα» β. «οζώδης περιαρτηρίτιδα»).
(II)
ὀζώδης, -ῶδες (ΑΜ)
αυτός που αναδίδει δυσάρεστη οσμή, δύσοσμος, δυσώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀζ- του ὄζω «αναδίδω δυσάρεστη οσμή» + κατάλ. -ώδης].

Translations