ἀεροβάτης: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)βάτης" to "Full diacritics=$1βᾰ́της")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ἀεροβάτης
|Full diacritics=ἀεροβᾰ́της
|Medium diacritics=ἀεροβάτης
|Medium diacritics=ἀεροβάτης
|Low diacritics=αεροβάτης
|Low diacritics=αεροβάτης
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aerovatis
|Transliteration C=aerovatis
|Beta Code=a)eroba/ths
|Beta Code=a)eroba/ths
|Definition=ου, ὁ, [[one who walks the air]], Poet. ap. Plu.2.952f.
|Definition=ἀεροβάτου, ὁ, [[one who walks the air]], Poet. ap. Plu.2.952f.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0042.png Seite 42]] ὁ, Lustwandler, p. bei Plut. pr. frig. 17, vonden Winden.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0042.png Seite 42]] ὁ, [[Lustwandler]], p. bei Plut. pr. frig. 17, vonden Winden.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui marche dans les airs.<br />'''Étymologie:''' [[ἀήρ]], [[βαίνω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[qui marche dans les airs]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀήρ]], [[βαίνω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀεροβάτης:''' ου adj. m носящийся по воздуху ([[οἶκος]] ἀνέμων Plut.).
|elrutext='''ἀεροβάτης:''' ου adj. m [[носящийся по воздуху]] ([[οἶκος]] ἀνέμων Plut.).
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀεροβάτης]])<br />αυτός που βαδίζει, που [[πετά]] στον αέρα<br />(στα Νεοελληνικά με μτφ. [[σημασία]]) αυτός που έχει χάσει την [[αίσθηση]] της πραγματικότητας, που [[πετά]] στα σύννεφα, [[φαντασιόπληκτος]], [[ονειροπαρμένος]], [[ονειροπόλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀήρ</i> <span style="color: red;">+</span> [[βάτης]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>βᾰ</i>- του <i>ἔβᾱν</i> / [[ἔβην]], [[βαίνω]] ([[αλλά]] και -<i>βήτης</i><br />[[πρβλ]]. [[ἐμπυριβήτης]], [[διαβήτης]])<br />ο τ. [[βάτης]] απαντά κανονικώς «εν σύνθεσει» (ως απλό μαρτυρείται μόνο από τον Ησύχιο). Αρχικά, ως β΄ συνθετικό ποιητικών και τεχνικών [[κυρίως]] όρων, δήλωνε την [[έννοια]] του «[[κρατιέμαι]], [[υποστηρίζω]]», π.χ. [[στυλοβάτης]], [[κεροβάτης]], [[ιπποβάτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αεροβασία]], [[αεροβατικός]], [[αεροβατώ]]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 21:47, 24 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀεροβᾰ́της Medium diacritics: ἀεροβάτης Low diacritics: αεροβάτης Capitals: ΑΕΡΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: aerobátēs Transliteration B: aerobatēs Transliteration C: aerovatis Beta Code: a)eroba/ths

English (LSJ)

ἀεροβάτου, ὁ, one who walks the air, Poet. ap. Plu.2.952f.

Spanish (DGE)

-ου
• Prosodia: [ᾱεροβᾰ-]
• Morfología: [gen. plu. -βατᾶν Lyr.Adesp.88]
que anda por el aire ἀεροβατᾶν ... ἀνέμων Lyr.Adesp.l.c., δρομεύς Chrys.M.50.786.

German (Pape)

[Seite 42] ὁ, Lustwandler, p. bei Plut. pr. frig. 17, vonden Winden.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui marche dans les airs.
Étymologie: ἀήρ, βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀεροβάτης: ου adj. m носящийся по воздуху (οἶκος ἀνέμων Plut.).

Greek Monolingual

ο (Α ἀεροβάτης)
αυτός που βαδίζει, που πετά στον αέρα
(στα Νεοελληνικά με μτφ. σημασία) αυτός που έχει χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας, που πετά στα σύννεφα, φαντασιόπληκτος, ονειροπαρμένος, ονειροπόλος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀήρ + βάτης < θ. βᾰ- του ἔβᾱν / ἔβην, βαίνω (αλλά και -βήτης
πρβλ. ἐμπυριβήτης, διαβήτης)
ο τ. βάτης απαντά κανονικώς «εν σύνθεσει» (ως απλό μαρτυρείται μόνο από τον Ησύχιο). Αρχικά, ως β΄ συνθετικό ποιητικών και τεχνικών κυρίως όρων, δήλωνε την έννοια του «κρατιέμαι, υποστηρίζω», π.χ. στυλοβάτης, κεροβάτης, ιπποβάτης.
ΠΑΡ. αεροβασία, αεροβατικός, αεροβατώ].

Greek (Liddell-Scott)

ἀεροβάτης: -ου, ὁ περιπατῶν ἐν τῷ ἀέρι, Πλούτ. 2. 952F.

Greek Monotonic

ἀεροβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω), αυτός που περπατά στον αέρα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

one who walks the air, Plut.