τρυμαλιά: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn

Menander, Monostichoi, 418
m (Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trymalia
|Transliteration C=trymalia
|Beta Code=trumalia/
|Beta Code=trumalia/
|Definition=ἡ, = [[τρύμη]], [[hole]], Sotad. 1 ([[sensu obsceno|sens. obsc.]]), [[LXX]] ''Je.''13.4, al.; <b class="b3">τ. τῆς ῥαφίδος</b> the [[eye]] of the needle, ''Ev.Marc.''10.25; [[βελόνης]] Maria ap.Zos.Alch.p.238 B.; [[mesh]], Aesop.26.
|Definition=ἡ, = [[τρύμη]], [[hole]], Sotad. 1 ([[sensu obsceno|sens. obsc.]]), [[LXX]] ''Je.''13.4, al.; ἡ [[τρυμαλιὰ τῆς ῥαφίδος]] = the [[eye of the needle]], ''Ev.Marc.''10.25; [[βελόνης]] Maria ap.Zos.Alch.p.238 B.; [[mesh]], Aesop.26.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:52, 28 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡμᾰλιά Medium diacritics: τρυμαλιά Low diacritics: τρυμαλιά Capitals: ΤΡΥΜΑΛΙΑ
Transliteration A: trymaliá Transliteration B: trymalia Transliteration C: trymalia Beta Code: trumalia/

English (LSJ)

ἡ, = τρύμη, hole, Sotad. 1 (sens. obsc.), LXX Je.13.4, al.; ἡ τρυμαλιὰ τῆς ῥαφίδος = the eye of the needle, Ev.Marc.10.25; βελόνης Maria ap.Zos.Alch.p.238 B.; mesh, Aesop.26.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
= τρύμη (sens obscène).
NT: trou (d'une aiguille)

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρυμαλιά -ᾶς, ἡ [τρύω] gat, oog (van een naald).

German (Pape)

[ῡ], ἡ, = τρύμη, Loch; Sotad. bei Ath. XIII.621a; NT.

Russian (Dvoretsky)

τρῡμᾰλιά: и τρῡμαλιή ἡ NT, Plut. = τρύπη.

English (Strong)

from a derivative of truo (to wear away; akin to the base of τραῦμα, τρίβος and τρώγω); an orifice, i.e. needle's eye: eye. Compare τρύπημα.

English (Thayer)

τρυμαλιᾶς, ἡ (equivalent to τρυμα, or τρύμη, from τρύω to wear away, perforate), a hole (eye of a needle): R G in Sotades in Plutarch, mor., p. 11a. (i. e., de educ. puer. § 14); Geoponica.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ιων. τ. τρυμαλιή Α
(στην αρχ. με τη λ. ῥαφίς) η οπή της βελόνας
αρχ.
οπή, τρύπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύμη / τρῦμα (για τον σχηματισμό της λ. βλ. λ. αρμαλιά)].

Greek Monotonic

τρῡμᾰλιά: ἡ (τρύω) = τρύμη, τρύπα, οπή, ἡ τρυμαλιὰ τῆς ῥαφίδος, οπή βελόνας, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

τρῡμᾰλιά: ἡ, (τρύω) τρύμη. ὀπή, Σωτάδ. παρ’ Ἀθην. 621Α, Ἑβδ. (Ἱερ. ΙΓ΄, 4, κ. ἀλλ.)· ἡ τρ. τῆς ῥαφίδος, ἡ ὀπὴ τῆς βελόνης (πρβλ. τρύπημα), Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ι΄, 25, πρβλ. κ. Λουκ. ιη΄, 25.

Middle Liddell

τρῡμᾰλιά, ἡ, τρύω = τρύμη
a hole, ἡ τρ. τῆς ῥαφίδος the eye of the needle, NTest.

Chinese

原文音譯:trumali£ 特呂馬利阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:孔 相當於: (נָקִיק‎) (סָעִיף‎)
字義溯源:針眼,孔(洞),眼;源自(Τρυφῶσα)X*=磨損),類似: (τραῦμα)=傷處, (τρίβος)=路徑, (τρώγω)=齧咬*,咀嚼。比較: (τρῆμα / τρύπημα)=小孔
出現次數:總共(2);可(1);路(1)
譯字彙編
1) 眼(2) 可10:25; 路18:25