σωματέμπορος: Difference between revisions
Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[σωματέμπορος]], ο, ΝΜΑ, και [[σωματέμπορας]], Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρασύρει ή εκβιάζει [[γυναίκα]] ή ανήλικο και τους παραχωρεί [[προς]] όφελός του σε άτομα ή σε οίκους ανοχής για [[ασέλγεια]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[δουλέμπορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σώμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἔμπορος]]. | |mltxt=[[σωματέμπορος]], ο, ΝΜΑ, και [[σωματέμπορας]], Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρασύρει ή εκβιάζει [[γυναίκα]] ή ανήλικο και τους παραχωρεί [[προς]] όφελός του σε άτομα ή σε οίκους ανοχής για [[ασέλγεια]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[δουλέμπορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σώμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἔμπορος]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[slaver]]=== | |||
Bulgarian: търговец на роби; Dutch: [[slavenhandelaar]]; Finnish: orjakauppias; French: [[marchand d'esclaves]], [[esclavagiste]], [[négrier]], [[négrière]]; Galician: escravista, negreiro, negreira; German: [[Sklavenhändler]], [[Sklavenhändlerin]], [[Sklavenhalter]], [[Sklavenhalterin]]; Greek: [[δουλέμπορος]], [[σωματέμπορος]], [[σωματέμπορας]]; Ancient Greek: [[ἀνδραποδιστής]], [[ἀνδραποδοκάπηλος]], [[ἀνδραποδώνης]], [[ἀνδροκάπηλος]], [[σωματέμπορος]]; Italian: [[schiavista]], [[negriero]], [[negriere]], [[negriera]]; Latin: [[mango]]; Manx: kionneyder sleab; Polish: handlarz niewolników; Portuguese: [[escravista]], [[negreiro]], [[negreira]]; Russian: [[работорговец]], [[торговец рабами]]; Spanish: [[esclavista]], [[negrero]], [[negrera]]; Swedish: slavhandlare; Ukrainian: работорговець, торговець рабами | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:20, 29 February 2024
English (LSJ)
σωματέμπορον, slave-dealer, Dsc.Eup. 1.233, OGI524.5 (Thyatira), Artem.3.17, Cat.Cod.Astr.8(4).213, Eust.1416.26, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1060] ὁ, der Sklavenhändler, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτέμπορος: -ον, ἔμπορος δούλων, ἀνδραποδοκάπηλος, δουλέμπορος, Ἀρτεμίδ, 3. 17. Εὐστ. 1416. 26.
Greek Monolingual
σωματέμπορος, ο, ΝΜΑ, και σωματέμπορας, Ν
νεοελλ.
αυτός που παρασύρει ή εκβιάζει γυναίκα ή ανήλικο και τους παραχωρεί προς όφελός του σε άτομα ή σε οίκους ανοχής για ασέλγεια
μσν.-αρχ.
ο δουλέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σώμα, σώματος + ἔμπορος.
Translations
slaver
Bulgarian: търговец на роби; Dutch: slavenhandelaar; Finnish: orjakauppias; French: marchand d'esclaves, esclavagiste, négrier, négrière; Galician: escravista, negreiro, negreira; German: Sklavenhändler, Sklavenhändlerin, Sklavenhalter, Sklavenhalterin; Greek: δουλέμπορος, σωματέμπορος, σωματέμπορας; Ancient Greek: ἀνδραποδιστής, ἀνδραποδοκάπηλος, ἀνδραποδώνης, ἀνδροκάπηλος, σωματέμπορος; Italian: schiavista, negriero, negriere, negriera; Latin: mango; Manx: kionneyder sleab; Polish: handlarz niewolników; Portuguese: escravista, negreiro, negreira; Russian: работорговец, торговец рабами; Spanish: esclavista, negrero, negrera; Swedish: slavhandlare; Ukrainian: работорговець, торговець рабами