μᾶλις: Difference between revisions
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
(13_1) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=μᾶλις | |||
|Medium diacritics=μᾶλις | |||
|Low diacritics=μάλις | |||
|Capitals=ΜΑΛΙΣ | |||
|Transliteration A=mâlis | |||
|Transliteration B=malis | |||
|Transliteration C=malis | |||
|Beta Code=ma=lis | |||
|Definition=v. [[μηλίς]]², ''Hippiatr.'' 2. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0090.png Seite 90]] ιος, ἡ, auch μῆλις, eine Krankheit der Pferde u. Esel, der Rotz, Suid. u. a. Sp. Bei den Lateinern malleus, Veget. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0090.png Seite 90]] ιος, ἡ, auch μῆλις, eine Krankheit der Pferde u. Esel, der Rotz, Suid. u. a. Sp. Bei den Lateinern malleus, Veget. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μᾶλις''': -ιος, ἡ, [[νόσος]] τις τῶν ἵππων καὶ ὄνων, [[εἶδος]] κατάρρου, τῶν μυκτήρων· - [[ὡσαύτως]] μᾱλιασμός, Λατ. malleus, Ἱππιατρ., Σουΐδ.· μαλίη, παρ’ Ἡσύχ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μαλίς]], ἡ (Μ)<br />δωρ. τ.) <b>βλ.</b> [[μηλίς]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εως και [[μάλη]], η<br />(AM μᾱλις, -ιος)<br />[[λοιμώδης]] μεταδοτική [[νόσος]] που προσβάλλει [[κυρίως]] τα ιπποειδή, [[αλλά]] μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Παρά τον τ. [[μάλις]], -<i>εως</i> μαρτυρείται και τ. <i>μᾱλίς</i> / [[μηλίς]], -ίδος. Και τα δύο δηλώνουν νόσους, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως προελθούσες από παρομοιώσεις τών συμπτωμάτων της νόσου [[προς]] το [[σχήμα]], [[χρώμα]] κ.λπ. του <i>μήλου</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:10, 1 March 2024
English (LSJ)
v. μηλίς², Hippiatr. 2.
German (Pape)
[Seite 90] ιος, ἡ, auch μῆλις, eine Krankheit der Pferde u. Esel, der Rotz, Suid. u. a. Sp. Bei den Lateinern malleus, Veget.
Greek (Liddell-Scott)
μᾶλις: -ιος, ἡ, νόσος τις τῶν ἵππων καὶ ὄνων, εἶδος κατάρρου, τῶν μυκτήρων· - ὡσαύτως μᾱλιασμός, Λατ. malleus, Ἱππιατρ., Σουΐδ.· μαλίη, παρ’ Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μαλίς, ἡ (Μ)
δωρ. τ.) βλ. μηλίς.
Greek Monolingual
-εως και μάλη, η
(AM μᾱλις, -ιος)
λοιμώδης μεταδοτική νόσος που προσβάλλει κυρίως τα ιπποειδή, αλλά μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παρά τον τ. μάλις, -εως μαρτυρείται και τ. μᾱλίς / μηλίς, -ίδος. Και τα δύο δηλώνουν νόσους, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως προελθούσες από παρομοιώσεις τών συμπτωμάτων της νόσου προς το σχήμα, χρώμα κ.λπ. του μήλου].