ξυστιδωτός: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξυστιδωτός]], ὁ (Α)<br />(ενν. [[χιτών]]) [[ένδυμα]] με κυματοειδείς διακοσμήσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυστίς]], - | |mltxt=[[ξυστιδωτός]], ὁ (Α)<br />(ενν. [[χιτών]]) [[ένδυμα]] με κυματοειδείς διακοσμήσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυστίς]], -ίδος «πολυτελές [[ένδυμα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. [[αλυσιδωτός]], [[λεπιδωτός]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:15, 1 March 2024
English (LSJ)
(sc. χιτών), ὁ, (ξυστίς II) garment with ornament in strigil form (†), IG22.1514.11.
German (Pape)
[Seite 283] ein Kleid, wie ξυστίς, Inscr. 155.
Greek (Liddell-Scott)
ξυστιδωτός: ὁ, = ξυστίς, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 13.
Greek Monolingual
ξυστιδωτός, ὁ (Α)
(ενν. χιτών) ένδυμα με κυματοειδείς διακοσμήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστίς, -ίδος «πολυτελές ένδυμα» + κατάλ. -ωτός (πρβλ. αλυσιδωτός, λεπιδωτός)].