ἀσκαρίς: Difference between revisions
καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία → and peace on earth and good will to men, and peace on earth and good will to all
(3) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
(25 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=askaris | |Transliteration C=askaris | ||
|Beta Code=a)skari/s | |Beta Code=a)skari/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, <span class=" | |Definition=-ίδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[worm in the intestines]], Hp.''Aph.''3.26, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]'' 551a10.<br><span class="bld">II</span> [[larva]] of the [[ἐμπίς]], ib.551b27. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br />entom.<br /><b class="num">1</b> [[ascáride]], [[lombriz intestinal]] Hp.<i>Aph</i>.3.26, <i>Prorrh</i>.1.138, Arist.<i>HA</i> 551<sup>a</sup>10.<br /><b class="num">2</b> [[larva]] del estro o moscardón, Arist.<i>HA</i> 551<sup>b</sup>27, del mosquito, Arist.<i>HA</i> 487<sup>b</sup>5.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. de [[ἀσκαρίζω]] q.u. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0370.png Seite 370]] ίδος, ἡ, sowohl ein Eingeweidewurm, als auch die Larve einer Wassermücke, Arist. H. A. 5, 19. Bei Hippocr. kleine Würmer im Mastdarm, bes. der Kinder. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσκᾰρίς:''' ίδος ἡ<br /><b class="num">1</b> [[аскарида]] (предполож. Oxyuris vermicularis) Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[личинка комара]] Arst. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀσκαρίς''': -ίδος, ἡ, [[σκώληξ]] τῶν ἐντέρων, Ἱππ. Ἀφ. 1248· ἔστι δὲ αὐτῶν (τῶν «ἑλμίνθων) γένη [[τρία]], ἥ τε ὀνομαζομένη [[πλατεῖα]] καὶ αἱ στρογγύλαι καὶ τρίται αἱ ἀσκαρίδες Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 519, 4· «ἀσκαρίδες, ἕλμινθες ἰσχναὶ καὶ μακραὶ (δ. γρ. μικραὶ) ἐν τῷ ἀπευθυσμένῳ ἐντέρῳ γεννώμεναι» Γαλην. Λεξ. Ἱπποκρ., πρβλ. [[ἕλμινς]] ΙΙ. τὸ [[ἔμβρυον]] τῆς ἐμπίδος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 14 κἑξ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(-ίδος), η (Α [[ἀσκαρίς]])<br />[[σκουλήκι]] των εντέρων<br /><b>αρχ.</b><br />το [[έμβρυο]] της εμπίδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. απαντά στους Ιπποκράτη και Αριστοτέλη με τη [[σημασία]] «[[σκουλήκι]] των εντέρων» και στον Αριστοτέλη με τη [[σημασία]] «[[έμβρυο]] της εμπίδος». Στον Ησύχιο [[επίσης]] χρησιμοποιείται ο [[χωρίς]] προθετικό <i>α</i>- τ. [[σκαρίς]]. «[[σκαρίδες]]<br />[[είδος]] ελμίνθων». Συνήθως η λ. ετυμολογείται ως μεταρρηματικό παράγωγο του ρ. [[ασκαρίζω]] «[[σκαρίζω]], [[σκιρτώ]], χοροπηδάω» λόγω των ανάλογων κινήσεων των σκουληκιών, [[παρά]] τις σημασιολογικές δυσχέρειες που εμφανίζει η [[ετυμολογία]] αυτή. Ο τ. [[ασκαρίς]] μέσω του όψιμου λατ. <i>ascaris</i> έχει εισαχθεί και στην [[ξένη]] επιστημονική [[ορολογία]], [[πρβλ]]. νεολατιν. <i>Ascaris</i>. Εξάλλου το γερμ. <i>Springwurm</i>, με κυριολεκτική [[σημασία]] «[[σκουλήκι]] που αναπηδάει», αποτελεί μεταφραστικό [[δάνειο]] του ελληνικού]. | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=-ίδος<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: [[worm in the intestines]], [[larve of the gnat]] (Hp.).<br />Other forms: Also <b class="b3">σκαρίδες εἶδος ἑλμίνθων</b> H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Generally, e.g. Strömberg Wortstudien 24, taken from [[ἀσκαρίζω]] [[spring]]; "semantisch nicht ganz überzeugend" Frisk. (Germ. [[Springwurm]] is a calque from Greek.) If the prothesis / absence of the initial vowel is original and not a recent development, rather a substr. word. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ἀσκαρίς''': -ίδος<br />{askarís}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Eingeweidewurm]], [[Springwurm]], [[Stechmückenlarve]] (Hp., Arist.).<br />'''Derivative''': Ableitung: [[ἀσκαριδώδης]] (Hp.). Daneben σκαρίδες· [[εἶδος]] ἑλμίνθων H.<br />'''Etymology''': Nach L. Meyer, Prellwitz, Strömberg Wortstudien 24 postverbal zu [[ἀσκαρίζω]] [[springen]], [[hüpfen]]; semantisch nicht ganz überzeugend. — Dt. ''Springwurm'' ist Lehnübersetzung.<br />'''Page''' 1,163 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:20, 1 March 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A worm in the intestines, Hp.Aph.3.26, Arist.HA 551a10.
II larva of the ἐμπίς, ib.551b27.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
entom.
1 ascáride, lombriz intestinal Hp.Aph.3.26, Prorrh.1.138, Arist.HA 551a10.
2 larva del estro o moscardón, Arist.HA 551b27, del mosquito, Arist.HA 487b5.
• Etimología: Deriv. de ἀσκαρίζω q.u.
German (Pape)
[Seite 370] ίδος, ἡ, sowohl ein Eingeweidewurm, als auch die Larve einer Wassermücke, Arist. H. A. 5, 19. Bei Hippocr. kleine Würmer im Mastdarm, bes. der Kinder.
Russian (Dvoretsky)
ἀσκᾰρίς: ίδος ἡ
1 аскарида (предполож. Oxyuris vermicularis) Arst.;
2 личинка комара Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκαρίς: -ίδος, ἡ, σκώληξ τῶν ἐντέρων, Ἱππ. Ἀφ. 1248· ἔστι δὲ αὐτῶν (τῶν «ἑλμίνθων) γένη τρία, ἥ τε ὀνομαζομένη πλατεῖα καὶ αἱ στρογγύλαι καὶ τρίται αἱ ἀσκαρίδες Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 519, 4· «ἀσκαρίδες, ἕλμινθες ἰσχναὶ καὶ μακραὶ (δ. γρ. μικραὶ) ἐν τῷ ἀπευθυσμένῳ ἐντέρῳ γεννώμεναι» Γαλην. Λεξ. Ἱπποκρ., πρβλ. ἕλμινς ΙΙ. τὸ ἔμβρυον τῆς ἐμπίδος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 14 κἑξ.
Greek Monolingual
(-ίδος), η (Α ἀσκαρίς)
σκουλήκι των εντέρων
αρχ.
το έμβρυο της εμπίδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά στους Ιπποκράτη και Αριστοτέλη με τη σημασία «σκουλήκι των εντέρων» και στον Αριστοτέλη με τη σημασία «έμβρυο της εμπίδος». Στον Ησύχιο επίσης χρησιμοποιείται ο χωρίς προθετικό α- τ. σκαρίς. «σκαρίδες
είδος ελμίνθων». Συνήθως η λ. ετυμολογείται ως μεταρρηματικό παράγωγο του ρ. ασκαρίζω «σκαρίζω, σκιρτώ, χοροπηδάω» λόγω των ανάλογων κινήσεων των σκουληκιών, παρά τις σημασιολογικές δυσχέρειες που εμφανίζει η ετυμολογία αυτή. Ο τ. ασκαρίς μέσω του όψιμου λατ. ascaris έχει εισαχθεί και στην ξένη επιστημονική ορολογία, πρβλ. νεολατιν. Ascaris. Εξάλλου το γερμ. Springwurm, με κυριολεκτική σημασία «σκουλήκι που αναπηδάει», αποτελεί μεταφραστικό δάνειο του ελληνικού].
Frisk Etymological English
-ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: worm in the intestines, larve of the gnat (Hp.).
Other forms: Also σκαρίδες εἶδος ἑλμίνθων H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Generally, e.g. Strömberg Wortstudien 24, taken from ἀσκαρίζω spring; "semantisch nicht ganz überzeugend" Frisk. (Germ. Springwurm is a calque from Greek.) If the prothesis / absence of the initial vowel is original and not a recent development, rather a substr. word.
Frisk Etymology German
ἀσκαρίς: -ίδος
{askarís}
Grammar: f.
Meaning: Eingeweidewurm, Springwurm, Stechmückenlarve (Hp., Arist.).
Derivative: Ableitung: ἀσκαριδώδης (Hp.). Daneben σκαρίδες· εἶδος ἑλμίνθων H.
Etymology: Nach L. Meyer, Prellwitz, Strömberg Wortstudien 24 postverbal zu ἀσκαρίζω springen, hüpfen; semantisch nicht ganz überzeugend. — Dt. Springwurm ist Lehnübersetzung.
Page 1,163