ἡμιδιπλοΐδιον: Difference between revisions

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμιδιπλοΐδιον]], τὸ (Α)<br />[[γυναικείος]] [[χιτώνας]] που διπλωνόταν στο άνω [[μέρος]] [[έτσι]] ώστε να πέφτει ώς τη [[μέση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>διπλοΐδ</i>-<i>ιον</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>διπλοΐδ</i>- του [[διπλοΐς]], -[[ίδος]] «[[διπλός]] [[μανδύας]]») <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίον</i>, [[πρβλ]]. [[παιδίον]])].
|mltxt=[[ἡμιδιπλοΐδιον]], τὸ (Α)<br />[[γυναικείος]] [[χιτώνας]] που διπλωνόταν στο άνω [[μέρος]] [[έτσι]] ώστε να πέφτει ώς τη [[μέση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>διπλοΐδ</i>-<i>ιον</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>διπλοΐδ</i>- του [[διπλοΐς]], -ίδος «[[διπλός]] [[μανδύας]]») <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίον</i>, [[πρβλ]]. [[παιδίον]])].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἡμῐδιπλοΐδιον:''' атт. ἡμῐδιπλοίδιον τό короткая женская накидка Arph.
|elrutext='''ἡμῐδιπλοΐδιον:''' атт. ἡμῐδιπλοίδιον τό короткая женская накидка Arph.
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιδιπλοΐδιον Medium diacritics: ἡμιδιπλοΐδιον Low diacritics: ημιδιπλοΐδιον Capitals: ΗΜΙΔΙΠΛΟΪΔΙΟΝ
Transliteration A: hēmidiploḯdion Transliteration B: hēmidiploidion Transliteration C: imidiploidion Beta Code: h(midiploi/+dion

English (LSJ)

τό, a woman's dress folded at the top so as to fall half-way down the figure, Ar.Ec.318, cf. EM430.46.

German (Pape)

[Seite 1167] τό, att. ἡμιδιπλοίδιον, Halbmäntelchen, Unterkleid der Frauen, Ar. Eccl. 318; vgl. E. M. 430, 46.

Greek Monolingual

ἡμιδιπλοΐδιον, τὸ (Α)
γυναικείος χιτώνας που διπλωνόταν στο άνω μέρος έτσι ώστε να πέφτει ώς τη μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + διπλοΐδ-ιον (< θ. διπλοΐδ- του διπλοΐς, -ίδος «διπλός μανδύας») + υποκορ. κατάλ. -ίον, πρβλ. παιδίον)].

Russian (Dvoretsky)

ἡμῐδιπλοΐδιον: атт. ἡμῐδιπλοίδιον τό короткая женская накидка Arph.