λιβανωτίς: Difference between revisions

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=livanotis
|Transliteration C=livanotis
|Beta Code=libanwti/s
|Beta Code=libanwti/s
|Definition=(A), ίδος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">rosemary frankincense</b>, <b class="b3">λ. κάρπιμος</b> <b class="b2">Lecokia cretica</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.11.10</span>, Dsc.3.74.1, Gal.12.60; λ. καχρυφόρος <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>850</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">λ. [κάρπιμος] ἑτέρα</b> <b class="b2">Ferulago galbanifera</b>, Dsc.3.74.2. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b3">λ. ἄκαρπος</b> <b class="b2">Rosmarinum sterile</b>, Ibid.; also, <b class="b2">Lactuca graeca</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.11.11</span>, Dsc.3.74.4. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> [[rosemary]], [[Rosmarinus officinalis]], Id.3.75, Gal.12.61. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">5</span> = [[κόνυζα λεπτόφυλλος]], Ps.-Dsc.3.121.</span><br /><span class="bld">λῐβᾰν-ωτίς</span> (B), ίδος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[λιβανωτρίς]], <span class="title">IG</span>22.840.7, 11(2).110, 111, al. (Delos, iii B.C.), Roussel <b class="b2">Cultes Égyptiens</b> p.217 (ibid., ii B.C.), <span class="bibl">Polyaen.4.8.2</span>.</span>
|Definition=(A), -ίδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[rosemary frankincense]], <b class="b3">λ. κάρπιμος</b> [[Lecokia cretica]], Thphr.''HP''9.11.10, Dsc.3.74.1, Gal.12.60; λ. καχρυφόρος Nic.''Th.''850.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">λ. [κάρπιμος] ἑτέρα</b> [[Ferulago galbanifera]], Dsc.3.74.2.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">λ. ἄκαρπος</b> [[Rosmarinum sterile]], Ibid.; also, [[Lactuca graeca]], Thphr.''HP''9.11.11, Dsc.3.74.4.<br><span class="bld">4</span> [[rosemary]], [[Rosmarinus officinalis]], Id.3.75, Gal.12.61.<br><span class="bld">5</span> = [[κόνυζα λεπτόφυλλος]], Ps.-Dsc.3.121.<br><span class="bld">λῐβᾰν-ωτίς</span> (B), -ίδος, ἡ, = [[λιβανωτρίς]], ''IG''22.840.7, 11(2).110, 111, al. (Delos, iii B.C.), Roussel [[Cultes Égyptiens]] p.217 (ibid., ii B.C.), Polyaen.4.8.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0042.png Seite 42]] ίδος, ἡ, 1) Rosmarin, wegen seines dem Weihrauch, [[λιβανωτός]], ähnlichen Duftes, Theophr., Diosc. – 2) λιβανωτὶς [[καχρυφόρος]] oder καχρυόεσσα, eine ebenso duftende Doldenpflanze, Nic. Th. 850. – 3) = [[λιβανωτρίς]], w. m. s.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0042.png Seite 42]] ίδος, ἡ, 1) Rosmarin, wegen seines dem Weihrauch, [[λιβανωτός]], ähnlichen Duftes, Theophr., Diosc. – 2) λιβανωτὶς [[καχρυφόρος]] oder καχρυόεσσα, eine ebenso duftende Doldenpflanze, Nic. Th. 850. – 3) = [[λιβανωτρίς]], w. m. s.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>I.</b> <i>n. de plantes</i> :<br /><b>1</b> [[romarin]];<br /><b>2</b> libanotis, <i>plante ombellifère</i>;<br /><b>II.</b> v. [[λιβανωτρίς]].<br />'''Étymologie:''' [[λιβανωτός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐβᾰνωτίς''': -ίδος, ἡ, φυτὸν ἀρωματικόν, τὸ «δενδρολίβανον», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 10· ἀλλὰ λιβανωτὶς [[καχρυφόρος]] ἢ καχρυόεσσα, ἕτερον φυτὸν ἔχον ἐξωτερικὴν ὁμοιότητα πρὸς τὸ [[μάραθον]], Νικ. Θηρ. 850· ― ἀμφότερα δὲ καλοῦνται [[οὕτως]] ὡς ἐκ τῆς ὀσμῆς ἢ εὐωδίας αὐτῶν. Πρβλ. [[λιβανωτρίς]].
|lstext='''λῐβᾰνωτίς''': -ίδος, ἡ, φυτὸν ἀρωματικόν, τὸ «δενδρολίβανον», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 10· ἀλλὰ λιβανωτὶς [[καχρυφόρος]] ἢ καχρυόεσσα, ἕτερον φυτὸν ἔχον ἐξωτερικὴν ὁμοιότητα πρὸς τὸ [[μάραθον]], Νικ. Θηρ. 850· ― ἀμφότερα δὲ καλοῦνται [[οὕτως]] ὡς ἐκ τῆς ὀσμῆς ἢ εὐωδίας αὐτῶν. Πρβλ. [[λιβανωτρίς]].
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>I.</b> <i>n. de plantes</i> :<br /><b>1</b> romarin;<br /><b>2</b> libanotis, <i>plante ombellifère</i>;<br /><b>II.</b> v. [[λιβανωτρίς]].<br />'''Étymologie:''' [[λιβανωτός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιβανωτίς]], -[[ίδος]], η (Α) [[λιβανωτός]]<br /><b>1.</b> διάφορα είδη λιβάνου (α. «λιβανωτὶς [[κάρπιμος]]<br />το [[φυτό]] λεκακία η κρητική, Θεόφρ. β. «λιβανωτὶς [[[κάρπιμος]]] ἑτέρα» — το [[φυτό]] [[νάρθηξ]] η [[ναρθηκία]], <b>Διοσκ.</b><br />γ. «λιβανωτὶς [[ἄκαρπος]]» — το [[φυτό]] δενδρολίβανο το φαρμακευτικό, <b>Διοσκ.</b><br />δ. «λιβανωτὶς [[καχρυφόρος]]», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[κόνυζα]] η [[λεπτόφυλλος]]<br /><b>3.</b> το [[μαρούλι]]<br /><b>4.</b> η [[λιβανωτρίς]].
|mltxt=[[λιβανωτίς]], -ίδος, η (Α) [[λιβανωτός]]<br /><b>1.</b> διάφορα είδη λιβάνου (α. «λιβανωτὶς [[κάρπιμος]]<br />το [[φυτό]] λεκακία η κρητική, Θεόφρ. β. «λιβανωτὶς ([[κάρπιμος]]) ἑτέρα» — το [[φυτό]] [[νάρθηξ]] η [[ναρθηκία]], <b>Διοσκ.</b><br />γ. «λιβανωτὶς [[ἄκαρπος]]» — το [[φυτό]] δενδρολίβανο το φαρμακευτικό, <b>Διοσκ.</b><br />δ. «λιβανωτὶς [[καχρυφόρος]]», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[κόνυζα]] η [[λεπτόφυλλος]]<br /><b>3.</b> το [[μαρούλι]]<br /><b>4.</b> η [[λιβανωτρίς]].
}}
}}

Latest revision as of 14:21, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐβᾰνωτίς Medium diacritics: λιβανωτίς Low diacritics: λιβανωτίς Capitals: ΛΙΒΑΝΩΤΙΣ
Transliteration A: libanōtís Transliteration B: libanōtis Transliteration C: livanotis Beta Code: libanwti/s

English (LSJ)

(A), -ίδος, ἡ,
A rosemary frankincense, λ. κάρπιμος Lecokia cretica, Thphr.HP9.11.10, Dsc.3.74.1, Gal.12.60; λ. καχρυφόρος Nic.Th.850.
2 λ. [κάρπιμος] ἑτέρα Ferulago galbanifera, Dsc.3.74.2.
3 λ. ἄκαρπος Rosmarinum sterile, Ibid.; also, Lactuca graeca, Thphr.HP9.11.11, Dsc.3.74.4.
4 rosemary, Rosmarinus officinalis, Id.3.75, Gal.12.61.
5 = κόνυζα λεπτόφυλλος, Ps.-Dsc.3.121.
λῐβᾰν-ωτίς (B), -ίδος, ἡ, = λιβανωτρίς, IG22.840.7, 11(2).110, 111, al. (Delos, iii B.C.), Roussel Cultes Égyptiens p.217 (ibid., ii B.C.), Polyaen.4.8.2.

German (Pape)

[Seite 42] ίδος, ἡ, 1) Rosmarin, wegen seines dem Weihrauch, λιβανωτός, ähnlichen Duftes, Theophr., Diosc. – 2) λιβανωτὶς καχρυφόρος oder καχρυόεσσα, eine ebenso duftende Doldenpflanze, Nic. Th. 850. – 3) = λιβανωτρίς, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
I. n. de plantes :
1 romarin;
2 libanotis, plante ombellifère;
II. v. λιβανωτρίς.
Étymologie: λιβανωτός.

Greek (Liddell-Scott)

λῐβᾰνωτίς: -ίδος, ἡ, φυτὸν ἀρωματικόν, τὸ «δενδρολίβανον», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 10· ἀλλὰ λιβανωτὶς καχρυφόρος ἢ καχρυόεσσα, ἕτερον φυτὸν ἔχον ἐξωτερικὴν ὁμοιότητα πρὸς τὸ μάραθον, Νικ. Θηρ. 850· ― ἀμφότερα δὲ καλοῦνται οὕτως ὡς ἐκ τῆς ὀσμῆς ἢ εὐωδίας αὐτῶν. Πρβλ. λιβανωτρίς.

Greek Monolingual

λιβανωτίς, -ίδος, η (Α) λιβανωτός
1. διάφορα είδη λιβάνου (α. «λιβανωτὶς κάρπιμος
το φυτό λεκακία η κρητική, Θεόφρ. β. «λιβανωτὶς (κάρπιμος) ἑτέρα» — το φυτό νάρθηξ η ναρθηκία, Διοσκ.
γ. «λιβανωτὶς ἄκαρπος» — το φυτό δενδρολίβανο το φαρμακευτικό, Διοσκ.
δ. «λιβανωτὶς καχρυφόρος», Νίκ.)
2. το φυτό κόνυζα η λεπτόφυλλος
3. το μαρούλι
4. η λιβανωτρίς.