διαβουλεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 18: Line 18:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[discuss]] pro and con, [[discuss]] [[thoroughly]], Thuc.
|mdlsjtxt=Dep. to [[discuss]] pro and con, [[discuss]] [[thoroughly]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 11:11, 3 March 2024

French (Bailly abrégé)

1 délibérer, discuter;
2 décider de, inf..
Étymologie: διά, βουλεύομαι.

German (Pape)

bei sich überlegen, überdenken, Thuc. 2.5, 7.50; Andoc. 2.19; sequ. εἴτε – εἴτε, Plat. Polit. 304e; c. inf., Luc. Piscat. 24 und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

διαβουλεύομαι:
1 обдумывать, обсуждать, размышлять, Thuc., Plat., Plut.;
2 предполагать, намереваться, решать (ποιεῖν τι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

διαβουλεύομαι: ἀποθ., σκέπτομαι ἢ συζητῶ ὑπόθεσίν τινα ἐξετάζων τὰ ἀντιμαχόμενα ἐπιχειρήματα, συζητῶ καθ’ ὁλοκληρίαν, Ἀνδοκ. 22. 12, Θουκ. 2. 5., 7. 50. 2) διανοοῦμαι, ἀποφασίζω, μετ’ ἀπαρ., Λουκ. Ἁλ. 24.

Greek Monolingual

(AM διαβουλεύομαι)
1. συσκέπτομαι με άλλους και ανταλλάσσω γνώμες
2. διαλογίζομαι, συσκέπτομαι
3. μηχανώμαι, ραδιουργώ
αρχ.
1. διαβουλεύω
διανύω την περίοδο της βουλευτικής μου θητείας
2. διαβουλεύομαι
α) εξετάζω λεπτομερώς
β) αποφασίζω.

Greek Monotonic

διαβουλεύομαι: αποθ., συζητώ τα υπέρ και τα κατά, συζητώ διεξοδικά, συλλογίζομαι, στοχάζομαι, σε Θουκ.

Middle Liddell

Dep. to discuss pro and con, discuss thoroughly, Thuc.