δύσνοστος: Difference between revisions
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=δύσ-νοστος [[νόστος]], a [[return]] that is no [[return]], Eur. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:12, 3 March 2024
English (LSJ)
νόστος a return
A that is no return, E. Tr.75.
II from which no traveller returns, ῥόος App.Anth.4.54.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no es regreso, e.e. desgraciado νόστος E.Tr.75.
2 que no tiene regreso ῥόος δύσνοστος = río sin retorno, GDRK 53.5.
German (Pape)
[Seite 684] νόστος, unglückliche Heimkehr, Eur. Tr. 75.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n'est pas un vrai retour : δύσνοστος νόστος EUR retour qui n'en est pas un, retour difficile ou funeste.
Étymologie: δυσ-, νόστος.
Russian (Dvoretsky)
δύσνοστος: (о возвращении) несчастливый, роковой (νόστος Eur. - v.l. δύστηνος).
Greek (Liddell-Scott)
δύσνοστος: νόστος, ἐπάνοδος δυστυχής, Εὐρ. Τρῳ. 75.
Greek Monolingual
δύσνοστος, ο (Α)
1. δύσκολη, θλιβερή επιστροφή
2. αυτός (ο τόπος απ' όπου δεν μπορεί να επιστρέψει κανείς.