διαψαίρω: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diapsairo
|Transliteration C=diapsairo
|Beta Code=diayai/rw
|Beta Code=diayai/rw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[brush away]], [[blow away]], θυμιαμάτων αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1717</span>; <b class="b3">διαψαίρουσα πέπλους</b> (sc. [[αὔρα]]) <span class="bibl">Hermipp.6</span>; [[cleanse]], γλώσσῃ διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>926</span>; [[scratch through]], of birds, <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>2.115</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> intr., [[flutter]] in the wind, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>127</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[brush away]], [[blow away]], θυμιαμάτων αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1717; <b class="b3">διαψαίρουσα πέπλους</b> (''[[sc.]]'' [[αὔρα]]) Hermipp.6; [[cleanse]], γλώσσῃ διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους E.''Fr.''926; [[scratch through]], of birds, Opp.''H.''2.115.<br><span class="bld">II</span> intr., [[flutter]] in the wind, Nic.''Al.''127.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[dispersar]] θυμιαμάτων ... αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar.<i>Au</i>.1717, λεπτοὺς διαψαίρουσα πέπλους (una brisa) agitando los ligeros peplos</i> Hermipp.5.<br /><b class="num">2</b> [[escarbar]], [[limpiar]] γλώσσῃ διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους E.<i>Fr</i>.926, λάχνην διαψαίρουσι πόδεσσιν ref. a los pájaros, Opp.<i>H</i>.2.115.<br /><b class="num">II</b> intr. [[dispersarse]] γήρεια ... τεθρυμμένα ... διαψαίρουσι πνοῇσι Nic.<i>Al</i>.127.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0614.png Seite 614]] durchreiben, durchstreichen; αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar Av. 1717; durchscharren, ὄρνιθες πόδεσσι Opp. H. 2, 116; intr., οἶά τε γήρ ια διαψαίρουσιν ἀέλλαις, ein Spiel der Winde werden, Nic. Al. 127.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0614.png Seite 614]] durchreiben, durchstreichen; αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar Av. 1717; durchscharren, ὄρνιθες πόδεσσι Opp. H. 2, 116; intr., οἶά τε γήρ ια διαψαίρουσιν ἀέλλαις, ein Spiel der Winde werden, Nic. Al. 127.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> [[disperser d'un souffle]];<br /><b>2</b> [[secouer]], [[agiter]] <i>en parl. du vent</i>;<br /><b>3</b> [[gratter de ci de là]], [[fouiller]] <i>en parl. d'oiseaux</i>;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se disperser.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ψαίρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαψαίρω:''' [[развеивать]] (πλεκτάνην καπνοῦ Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαψαίρω''': [[ἐκτρίβω]], [[παρασύρω]] διὰ τῆς πνοῆς, αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1717· διαψαίρουσα πέπλους (ἐνν. [[αὔρα]]) Ἕρμιππ. Ἀθ. Γον. 4· -[[σκαλίζω]], ἐπὶ πτηνῶν, Ὀππ. Ἁλ. 2. 115. ΙΙ. ἀμεταβ., [[πτερυγίζω]] ἐν τῷ ἀνέμῳ, Νίκ. Ἀλ. 127.
|lstext='''διαψαίρω''': [[ἐκτρίβω]], [[παρασύρω]] διὰ τῆς πνοῆς, αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1717· διαψαίρουσα πέπλους (ἐνν. [[αὔρα]]) Ἕρμιππ. Ἀθ. Γον. 4· -[[σκαλίζω]], ἐπὶ πτηνῶν, Ὀππ. Ἁλ. 2. 115. ΙΙ. ἀμεταβ., [[πτερυγίζω]] ἐν τῷ ἀνέμῳ, Νίκ. Ἀλ. 127.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> disperser d'un souffle;<br /><b>2</b> secouer, agiter <i>en parl. du vent</i>;<br /><b>3</b> gratter de ci de là, fouiller <i>en parl. d'oiseaux</i>;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se disperser.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ψαίρω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[dispersar]] θυμιαμάτων ... αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar.<i>Au</i>.1717, λεπτοὺς διαψαίρουσα πέπλους (una brisa) agitando los ligeros peplos</i> Hermipp.5.<br /><b class="num">2</b> [[escarbar]], [[limpiar]] γλώσσῃ διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους E.<i>Fr</i>.926, λάχνην διαψαίρουσι πόδεσσιν ref. a los pájaros, Opp.<i>H</i>.2.115.<br /><b class="num">II</b> intr. [[dispersarse]] γήρεια ... τεθρυμμένα ... διαψαίρουσι πνοῇσι Nic.<i>Al</i>.127.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαψαίρω:''' [[κυρίως]] στον ενεστ., [[εκτρίβω]] ή [[παρασύρω]] [[μακριά]] με [[φύσημα]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''διαψαίρω:''' [[κυρίως]] στον ενεστ., [[εκτρίβω]] ή [[παρασύρω]] [[μακριά]] με [[φύσημα]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαψαίρω:''' [[развеивать]] (πλεκτάνην καπνοῦ Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[mostly]] in pres., to [[brush]] or [[blow]] [[away]], Ar.
|mdlsjtxt=[[mostly]] in pres., to [[brush]] or [[blow]] [[away]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαψαίρω Medium diacritics: διαψαίρω Low diacritics: διαψαίρω Capitals: ΔΙΑΨΑΙΡΩ
Transliteration A: diapsaírō Transliteration B: diapsairō Transliteration C: diapsairo Beta Code: diayai/rw

English (LSJ)

A brush away, blow away, θυμιαμάτων αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar.Av.1717; διαψαίρουσα πέπλους (sc. αὔρα) Hermipp.6; cleanse, γλώσσῃ διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους E.Fr.926; scratch through, of birds, Opp.H.2.115.
II intr., flutter in the wind, Nic.Al.127.

Spanish (DGE)

I tr.
1 dispersar θυμιαμάτων ... αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar.Au.1717, λεπτοὺς διαψαίρουσα πέπλους (una brisa) agitando los ligeros peplos Hermipp.5.
2 escarbar, limpiar γλώσσῃ διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους E.Fr.926, λάχνην διαψαίρουσι πόδεσσιν ref. a los pájaros, Opp.H.2.115.
II intr. dispersarse γήρεια ... τεθρυμμένα ... διαψαίρουσι πνοῇσι Nic.Al.127.

German (Pape)

[Seite 614] durchreiben, durchstreichen; αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar Av. 1717; durchscharren, ὄρνιθες πόδεσσι Opp. H. 2, 116; intr., οἶά τε γήρ ια διαψαίρουσιν ἀέλλαις, ein Spiel der Winde werden, Nic. Al. 127.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 disperser d'un souffle;
2 secouer, agiter en parl. du vent;
3 gratter de ci de là, fouiller en parl. d'oiseaux;
II. intr. se disperser.
Étymologie: διά, ψαίρω.

Russian (Dvoretsky)

διαψαίρω: развеивать (πλεκτάνην καπνοῦ Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

διαψαίρω: ἐκτρίβω, παρασύρω διὰ τῆς πνοῆς, αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1717· διαψαίρουσα πέπλους (ἐνν. αὔρα) Ἕρμιππ. Ἀθ. Γον. 4· -σκαλίζω, ἐπὶ πτηνῶν, Ὀππ. Ἁλ. 2. 115. ΙΙ. ἀμεταβ., πτερυγίζω ἐν τῷ ἀνέμῳ, Νίκ. Ἀλ. 127.

Greek Monolingual

διαψαίρω (Α)
1. παρασύρω με την πνοή, διασκορπίζω
2. (για πουλιά) σκαλίζω
3. (αμτβ.) φτερουγίζω στον άνεμο
4. καθαρίζω («γλώσση διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους», Ευρ.).

Greek Monotonic

διαψαίρω: κυρίως στον ενεστ., εκτρίβω ή παρασύρω μακριά με φύσημα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

mostly in pres., to brush or blow away, Ar.