δέκτωρ: Difference between revisions
ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(Bailly1_1) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dektor | |Transliteration C=dektor | ||
|Beta Code=de/ktwr | |Beta Code=de/ktwr | ||
|Definition=ορος, ὁ, | |Definition=-ορος, ὁ, [[one who takes upon himself]] or [[on his own head]], αἵματος δ. νέου A.''Eu.''204. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ορος, ὁ<br />[[que acoge]], de donde [[protector]] ὑπέστης αἵματος δ. νέου fuiste protector de un nuevo crimen</i> ref. a Apolo, A.<i>Eu</i>.204. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0543.png Seite 543]] ορος, ὁ, der etwas auf sich nimmt; νέου αἵματος, Vertheidiger frisch vergossenen Blutes, Aesch. Eum. 195. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0543.png Seite 543]] ορος, ὁ, der etwas auf sich nimmt; νέου αἵματος, Vertheidiger frisch vergossenen Blutes, Aesch. Eum. 195. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ορος (ὁ) :<br />qui accueille, gén..<br />'''Étymologie:''' [[δέχομαι]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δέκτωρ -ορος, ὁ [δέχομαι] [[ontvanger]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δέκτωρ:''' ορος ὁ принимающий на себя, т. е. покровитель, защитник (αἵματος νέου Aesch.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δέκτωρ]], ο (Α) [[δέχομαι]]<br /><b>φρ.</b> «αἵματος [[δέκτωρ]] νέου» — αυτός που παίρνει [[επάνω]] του τον νέο φόνο (<b>Αισχύλ.</b>). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δέκτωρ:''' -ορος, ὁ, ποιητ. αντί [[δέκτης]], [[κάποιος]] που αναλαμβάνει ο [[ίδιος]] ή δέχεται πάνω του· <i>αἵματος δ.νέου</i>, [[υπερασπιστής]] αίματος που χύθηκε πρόσφατα, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δέκτωρ''': -ορος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[δέκτης]], ὁ ἀναλαμβάνων ἐφ’ ἑαυτὸν ἢ ἐπὶ τὴν κεφαλήν του, αἵματος δ. νέου Αἰσχύλ. Εὐμ. 204. | |lstext='''δέκτωρ''': -ορος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[δέκτης]], ὁ ἀναλαμβάνων ἐφ’ ἑαυτὸν ἢ ἐπὶ τὴν κεφαλήν του, αἵματος δ. νέου Αἰσχύλ. Εὐμ. 204. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=one who takes [[upon]] [[himself]] or on his own [[head]], αἵματος δ. νέου Aesch. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:17, 3 March 2024
English (LSJ)
-ορος, ὁ, one who takes upon himself or on his own head, αἵματος δ. νέου A.Eu.204.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
que acoge, de donde protector ὑπέστης αἵματος δ. νέου fuiste protector de un nuevo crimen ref. a Apolo, A.Eu.204.
German (Pape)
[Seite 543] ορος, ὁ, der etwas auf sich nimmt; νέου αἵματος, Vertheidiger frisch vergossenen Blutes, Aesch. Eum. 195.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
qui accueille, gén..
Étymologie: δέχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέκτωρ -ορος, ὁ [δέχομαι] ontvanger.
Russian (Dvoretsky)
δέκτωρ: ορος ὁ принимающий на себя, т. е. покровитель, защитник (αἵματος νέου Aesch.).
Greek Monolingual
δέκτωρ, ο (Α) δέχομαι
φρ. «αἵματος δέκτωρ νέου» — αυτός που παίρνει επάνω του τον νέο φόνο (Αισχύλ.).
Greek Monotonic
δέκτωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. αντί δέκτης, κάποιος που αναλαμβάνει ο ίδιος ή δέχεται πάνω του· αἵματος δ.νέου, υπερασπιστής αίματος που χύθηκε πρόσφατα, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
δέκτωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ δέκτης, ὁ ἀναλαμβάνων ἐφ’ ἑαυτὸν ἢ ἐπὶ τὴν κεφαλήν του, αἵματος δ. νέου Αἰσχύλ. Εὐμ. 204.
Middle Liddell
one who takes upon himself or on his own head, αἵματος δ. νέου Aesch.