δέκτωρ: Difference between revisions

From LSJ

αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)

Source
(big3_10)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dektor
|Transliteration C=dektor
|Beta Code=de/ktwr
|Beta Code=de/ktwr
|Definition=ορος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who takes upon himself</b> or <b class="b2">on his own head</b>, αἵματος δ. νέου <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>204</span>.</span>
|Definition=-ορος, ὁ, [[one who takes upon himself]] or [[on his own head]], αἵματος δ. νέου A.''Eu.''204.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ορος, ὁ<br />[[que acoge]], de donde [[protector]] ὑπέστης αἵματος δ. νέου fuiste protector de un nuevo crimen</i> ref. a Apolo, A.<i>Eu</i>.204.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0543.png Seite 543]] ορος, ὁ, der etwas auf sich nimmt; νέου αἵματος, Vertheidiger frisch vergossenen Blutes, Aesch. Eum. 195.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0543.png Seite 543]] ορος, ὁ, der etwas auf sich nimmt; νέου αἵματος, Vertheidiger frisch vergossenen Blutes, Aesch. Eum. 195.
}}
{{bailly
|btext=ορος (ὁ) :<br />qui accueille, gén..<br />'''Étymologie:''' [[δέχομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=δέκτωρ -ορος, ὁ [δέχομαι] [[ontvanger]].
}}
{{elru
|elrutext='''δέκτωρ:''' ορος ὁ принимающий на себя, т. е. покровитель, защитник (αἵματος νέου Aesch.).
}}
{{grml
|mltxt=[[δέκτωρ]], ο (Α) [[δέχομαι]]<br /><b>φρ.</b> «αἵματος [[δέκτωρ]] νέου» — αυτός που παίρνει [[επάνω]] του τον νέο φόνο (<b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''δέκτωρ:''' -ορος, ὁ, ποιητ. αντί [[δέκτης]], [[κάποιος]] που αναλαμβάνει ο [[ίδιος]] ή δέχεται πάνω του· <i>αἵματος δ.νέου</i>, [[υπερασπιστής]] αίματος που χύθηκε πρόσφατα, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δέκτωρ''': -ορος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[δέκτης]], ὁ ἀναλαμβάνων ἐφ’ ἑαυτὸν ἢ ἐπὶ τὴν κεφαλήν του, αἵματος δ. νέου Αἰσχύλ. Εὐμ. 204.
|lstext='''δέκτωρ''': -ορος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[δέκτης]], ὁ ἀναλαμβάνων ἐφ’ ἑαυτὸν ἢ ἐπὶ τὴν κεφαλήν του, αἵματος δ. νέου Αἰσχύλ. Εὐμ. 204.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=ορος (ὁ) :<br />qui accueille, gén..<br />'''Étymologie:''' [[δέχομαι]].
|mdlsjtxt=one who takes [[upon]] [[himself]] or on his own [[head]], αἵματος δ. νέου Aesch.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ορος, ὁ<br />[[que acoge]], de donde [[protector]] ὑπέστης αἵματος δ. νέου fuiste protector de un nuevo crimen</i> ref. a Apolo, A.<i>Eu</i>.204.
}}
}}

Latest revision as of 11:17, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέκτωρ Medium diacritics: δέκτωρ Low diacritics: δέκτωρ Capitals: ΔΕΚΤΩΡ
Transliteration A: déktōr Transliteration B: dektōr Transliteration C: dektor Beta Code: de/ktwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, one who takes upon himself or on his own head, αἵματος δ. νέου A.Eu.204.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ
que acoge, de donde protector ὑπέστης αἵματος δ. νέου fuiste protector de un nuevo crimen ref. a Apolo, A.Eu.204.

German (Pape)

[Seite 543] ορος, ὁ, der etwas auf sich nimmt; νέου αἵματος, Vertheidiger frisch vergossenen Blutes, Aesch. Eum. 195.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui accueille, gén..
Étymologie: δέχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δέκτωρ -ορος, ὁ [δέχομαι] ontvanger.

Russian (Dvoretsky)

δέκτωρ: ορος ὁ принимающий на себя, т. е. покровитель, защитник (αἵματος νέου Aesch.).

Greek Monolingual

δέκτωρ, ο (Α) δέχομαι
φρ. «αἵματος δέκτωρ νέου» — αυτός που παίρνει επάνω του τον νέο φόνο (Αισχύλ.).

Greek Monotonic

δέκτωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. αντί δέκτης, κάποιος που αναλαμβάνει ο ίδιος ή δέχεται πάνω του· αἵματος δ.νέου, υπερασπιστής αίματος που χύθηκε πρόσφατα, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

δέκτωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ δέκτης, ὁ ἀναλαμβάνων ἐφ’ ἑαυτὸν ἢ ἐπὶ τὴν κεφαλήν του, αἵματος δ. νέου Αἰσχύλ. Εὐμ. 204.

Middle Liddell

one who takes upon himself or on his own head, αἵματος δ. νέου Aesch.