μηλοσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=miloskopos
|Transliteration C=miloskopos
|Beta Code=mhlosko/pos
|Beta Code=mhlosko/pos
|Definition=<b class="b3">κορυφή</b>, the top of a hill <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">from which sheep</b> or [[goats]] (μῆλα) <b class="b2">may be watched</b>, h.Hom.19.11.</span>
|Definition=[[κορυφή]], the top of a [[hill]] from which [[sheep]] or [[goat]]s ([[μῆλα]]) may be [[watch]]ed, h.Hom.19.11.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[d'où l'on voit paître les troupeaux]].<br />'''Étymologie:''' [[μῆλον]]¹, [[σκοπέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μηλοσκόπος''': [[κορυφή]], ἡ κορυφὴ λόφου ἢ βουνοῦ ἐξ ἧς δύναταί τις νὰ παρατηρῇ τὰ βοσκόμενα ποίμνια, ἀκροτάτην κορυφὴν μηλοσκόπον εἰσαναβαίνων Ὁμ. Ὕμν. 18. 11.
|lstext='''μηλοσκόπος''': [[κορυφή]], ἡ κορυφὴ λόφου ἢ βουνοῦ ἐξ ἧς δύναταί τις νὰ παρατηρῇ τὰ βοσκόμενα ποίμνια, ἀκροτάτην κορυφὴν μηλοσκόπον εἰσαναβαίνων Ὁμ. Ὕμν. 18. 11.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’où l’on voit paître les troupeaux.<br />'''Étymologie:''' [[μῆλον]]¹, [[σκοπέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μηλοσκόπος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[μηλοσκόπος]] [[κορυφή]]» — [[σημείο]] από το οποίο μπορεί [[κάποιος]] να παρατηρεί τα πρόβατα που βόσκουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (ΙΙ) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σκοπῶ</i> «[[παρατηρώ]], [[εξετάζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>].
|mltxt=[[μηλοσκόπος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[μηλοσκόπος]] [[κορυφή]]» — [[σημείο]] από το οποίο μπορεί [[κάποιος]] να παρατηρεί τα πρόβατα που βόσκουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (ΙΙ) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σκοπῶ</i> «[[παρατηρώ]], [[εξετάζω]]»), [[πρβλ]]. [[οιωνοσκόπος]]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />μηλο-σκόπος, [[κορυφή]], the top of a [[hill]] from [[which]] [[sheep]] or goats (μῆλἀ are watched, Hhymn.
|mdlsjtxt=μηλο-σκόπος, [[κορυφή]], the top of a [[hill]] from [[which]] [[sheep]] or goats (μῆλἀ are watched, Hhymn.
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλοσκόπος Medium diacritics: μηλοσκόπος Low diacritics: μηλοσκόπος Capitals: ΜΗΛΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: mēloskópos Transliteration B: mēloskopos Transliteration C: miloskopos Beta Code: mhlosko/pos

English (LSJ)

κορυφή, the top of a hill from which sheep or goats (μῆλα) may be watched, h.Hom.19.11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'où l'on voit paître les troupeaux.
Étymologie: μῆλον¹, σκοπέω.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοσκόπος: κορυφή, ἡ κορυφὴ λόφου ἢ βουνοῦ ἐξ ἧς δύναταί τις νὰ παρατηρῇ τὰ βοσκόμενα ποίμνια, ἀκροτάτην κορυφὴν μηλοσκόπον εἰσαναβαίνων Ὁμ. Ὕμν. 18. 11.

Greek Monolingual

μηλοσκόπος, -ον (Α)
φρ. «μηλοσκόπος κορυφή» — σημείο από το οποίο μπορεί κάποιος να παρατηρεί τα πρόβατα που βόσκουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + -σκόπος (< σκοπῶ «παρατηρώ, εξετάζω»), πρβλ. οιωνοσκόπος].

Middle Liddell

μηλο-σκόπος, κορυφή, the top of a hill from which sheep or goats (μῆλἀ are watched, Hhymn.