συνόλλυμι: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to [[destroy]] [[together]], [[Bion]].:—Mid., aor2 -ωλόμην, to [[perish]] [[along]] with, τινι Eur. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:22, 3 March 2024
English (LSJ)
destroy together, Bion 1.29 (divisim):—Med., perish along with, αὐτῷ γ' οὐ ξυνωλόμην ὁμοῦ E.Hel.104.
German (Pape)
[Seite 1030] (s. ὄλλυμι), mit od. zugleich zu Grunde richten, u. med. mit umkommen, αὐτῷ γ' οὐ ξυνωλόμην ὁμοῦ Eur. Hel. 103, u. Sp.
French (Bailly abrégé)
détruire de fond en comble;
Moy. συνόλλυμαι périr avec, τινι.
Étymologie: σύν, ὄλλυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνόλλυμι [σύν, ὄλλυμι] med. samen omkomen. Eur. Hel. 104.
Greek Monolingual
ΜA
μέσ. συνόλλυμαι
αφανίζομαι, καταστρέφομαι μαζί με κάποιον
αρχ.
εξολοθρεύω, καταστρέφω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὄλλυμι «αφανίζω, καταστρέφω»].
Greek Monotonic
συνόλλῡμι: καταστρέφω μαζί, σε Βίωνα — Μέσ., αόρ. βʹ -ωλόμην, αφανίζομαι, καταστρέφομαι, χάνομαι από κοινού με, τινι, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
συνόλλῡμι: ὄλλυμι, καταστρέφω ὁμοῦ, ὤλεσε τὸν καλὸν ἄνδρα, συνώλεσεν ἱερὸν εἶδος Βίων 1. 29. ― Μέσ., ὄλλυμαι, καταστρέφομαι ὁμοῦ μετά τινος, ὁθούνεκ’ αὐτῷ γ’ οὐ ξυνωλόμην ὁμοῦ Εὐρ. Ἑλ. 104.
Middle Liddell
to destroy together, Bion.:—Mid., aor2 -ωλόμην, to perish along with, τινι Eur.