τεσσαρεσκαίδεκα: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund

Menander, Monostichoi, 390
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tessareskaideka
|Transliteration C=tessareskaideka
|Beta Code=tessareskai/deka
|Beta Code=tessareskai/deka
|Definition=Ion. τεσσερ-, οἱ, αἱ, τά, [[fourteen]], the first part remaining unaltered even with a neut. Subst., as ἔτεα τεσσερεσκαίδεκα <span class="bibl">Hdt.1.86</span>; or with a gen., μέχρι τῶν τεσσαρεσκαίδεκα <span class="bibl">Hp. <span class="title">Morb.</span>3.16</span>:—but sometimes the first part changed its gender, τέσσαρα καὶ δέκα <span class="bibl">Simon.12</span>.
|Definition=Ion. [[τεσσερεσκαίδεκα]], οἱ, αἱ, τά, [[fourteen]], the first part remaining unaltered even with a neut. Subst., as ἔτεα τεσσερεσκαίδεκα [[Herodotus|Hdt.]]1.86; or with a gen., μέχρι τῶν τεσσαρεσκαίδεκα Hp. ''Morb.''3.16:—but sometimes the first part changed its gender, τέσσαρα καὶ δέκα Simon.12.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[fourteen]], Lat. quatuordecim, the [[first]] [[part]] [[remaining]] unaltered with a neut. Subst., as, [[τεσσερεσκαίδεκα]] ἔτη Hdt.
|mdlsjtxt=[[fourteen]], Lat. quatuordecim, the [[first]] [[part]] [[remaining]] unaltered with a neut. Subst., as, [[τεσσερεσκαίδεκα]] ἔτη Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 11:24, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεσσᾰρεσκαίδεκα Medium diacritics: τεσσαρεσκαίδεκα Low diacritics: τεσσαρεσκαίδεκα Capitals: ΤΕΣΣΑΡΕΣΚΑΙΔΕΚΑ
Transliteration A: tessareskaídeka Transliteration B: tessareskaideka Transliteration C: tessareskaideka Beta Code: tessareskai/deka

English (LSJ)

Ion. τεσσερεσκαίδεκα, οἱ, αἱ, τά, fourteen, the first part remaining unaltered even with a neut. Subst., as ἔτεα τεσσερεσκαίδεκα Hdt.1.86; or with a gen., μέχρι τῶν τεσσαρεσκαίδεκα Hp. Morb.3.16:—but sometimes the first part changed its gender, τέσσαρα καὶ δέκα Simon.12.

German (Pape)

[Seite 1096] οἱ, αἱ, τά, indecl., vierzehn; Her. 1, 86; Lob. Phryn. 409. Bei den Att. wird τέσσαρες auch flectirt.

French (Bailly abrégé)

numéral indécl.
quatorze.
Étymologie: τέσσαρες, καί, δέκα.

Russian (Dvoretsky)

τεσσᾰρεσκαίδεκᾰ: ион. τεσσερεσκαίδεκᾰ οἱ, αἱ, τά четырнадцать Her. etc.

Greek (Liddell-Scott)

τεσσᾰρεσκαίδεκα: Ἰων. τεσσερ-, οἱ, αἱ, τά, δεκατέσσαρες, Λατ. quatuordecim, τὸ δὲ πρῶτον συνθετικὸν διαμένει ἀμετάβλητον ἔτι καὶ μετ’ οὐδ. οὐσιαστ., ὡς, τεσσερεσκαίδεκα ἔτη Ἡρόδ. 1. 86· ― ὁπότε δὲ τὸ πρῶτον μέρος με ἔβαλλε τὸ γένος, ἐγράφετο ἐν διαστάσει, τέσσαρα καὶ δέκα Σιμωνίδ. 14· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 409.

Greek Monolingual

και τεσσαρακαίδεκα και ιων. τ. τεσσερεσκαίδεκα, oἱ, αἱ, τὰ, Α
ο αριθμός δεκατέσσερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέσσαρες, -α / τέσσερες + καί + δέκα.

Greek Monotonic

τεσσᾰρεσκαίδεκα: Ιων. τεσσερ-, οἱ, αἱ, τά, δεκατέσσερις, Λατ. quatuordecim, το πρώτο συνθετικό παραμένει αμετάβλητο ακόμη και μετά από ουδ. ουσ., όπως τεσσερεσκαίδεκα ἔτη, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fourteen, Lat. quatuordecim, the first part remaining unaltered with a neut. Subst., as, τεσσερεσκαίδεκα ἔτη Hdt.