συμπληθύνω: Difference between revisions
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to [[multiply]] or [[increase]] [[together]], Xen. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:25, 3 March 2024
English (LSJ)
[ῡ],
A help to increase, X.Oec.18.2.
2 Pass., to be multiplied as well as, c. dat., Procl.in Prm.p.546S.
II give plural form to as well, σ. τῷ ὀνόματι τὸ ἄρθρον A.D.Synt.54.17:—Pass., take plural forms, ib.205.1.
German (Pape)
[Seite 988] = Folgdm, Xen. Oec. 18, 2.
French (Bailly abrégé)
compléter, augmenter, multiplier.
Étymologie: σύν, πληθύνω.
Russian (Dvoretsky)
συμπληθύνω: (ῡ) приумножать, увеличивать Xen.
Greek (Liddell-Scott)
συμπληθύνω: [ῡ], πληθύνω ἢ αὐξάνω ὁμοῦ, Ξεν. Οἰκ. 18, 2. ΙΙ. Παθ., λαμβάνω τὸν πληθυντικὸν ἀριθμόν, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 205.
Greek Monolingual
Α
1. συντελώ στην αύξηση της ποσότητας ενός πράγματος
2. γραμμ. σχηματίζω επίσης στον τύπο του πληθυντικού αριθμού («συμπληθύνειν τῷ ὀνόματι τὸ ἄρθρον», Απολλ. Δύσκ.)
3. παθ. συμπληθύνομαι
(για λέξη) σχηματίζομαι στον πληθυντικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πληθύνω (< πλῆθος)].
Greek Monotonic
συμπληθύνω: [ῡ], πολλαπλασιάζω ή αυξάνω από κοινού, σε Ξεν.