ἀντιγραφεύς: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antigrafeys | |Transliteration C=antigrafeys | ||
|Beta Code=a)ntigrafeu/s | |Beta Code=a)ntigrafeu/s | ||
|Definition=έως, ὁ, < | |Definition=-έως, ὁ, [[checking-clerk]] or [[copying-clerk]], a public officer, Aeschin.3.25. cf. ''IG''2.408, al., cf. 575 (of a deme), ''SIG''364.22 (Ephesus), etc., Plb.6.56.13, ''PRev.Laws'' 12.1; <b class="b3">ἀ. τῶν εἰσενεγκόντων</b> [[one who keeps a check upon]] their [[accounts]], D.22.70. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-έως, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[interventor]] o [[supervisor de las recaudaciones]] πρότερον ἀ. ἦν χειροτόνητος ... ὃς ἀπελογίζετο τὰς προσόδους τῷ δήμῳ antes había un interventor electo que rendía cuentas de las recaudaciones al pueblo</i> Aeschin.3.25, ἀ. ... τῶν εἰσενεγκόντων D.22.70, cf. 24.178, Plb.6.56.13, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1182.23 (IV a.C.)<br /><b class="num">•</b>en los estados helenísticos: <i>PPetr</i>.3.56b.5 (III a.C.), <i>UPZ</i> 112.8.3 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>adjunto del ecónomo o administrador general <i>SB</i>, <i>Bh</i>.1.10, 11 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>del epimeletes <i>UPZ</i> 19.32 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>ἀ. τῆς ὠνῆς supervisor de los arriendos de impuesto</i>, <i>SB</i>, <i>Bh</i>.1.54.20.<br /><b class="num">2</b> [[adjunto del escriba público]], especie de [[registrador]] o [[notario]], <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.967.2 (II a.C.), <i>SB</i> 10061.8 (III/II a.C.), 10062.6 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>[[registrador]] o [[archivero de las copias de documentos oficiales]] <i>IEphesos</i> 4A.22 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>gener. [[escribano]], [[copista]], <i>Gloss</i>.2.229, 5.615. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0250.png Seite 250]] ὁ, Gegenschreiber, a) Controlleur der Einnahmen des Staates, τῶν εἰσενεγκόντων Dem. 22, 70; vgl. Harpocrat., der nach Philochorus diesen τὸν τῆς διοικήσεως nennt; vgl. Pol. 6, 56. – b) [[βουλῆς]], nach B. A. 185 ὁ καταγραφόμενος τὰ ἐν τῇ βουλῇ γινόμενα; Arist. frg. bei Harpocrat. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0250.png Seite 250]] ὁ, Gegenschreiber, a) Controlleur der Einnahmen des Staates, τῶν εἰσενεγκόντων Dem. 22, 70; vgl. Harpocrat., der nach Philochorus diesen τὸν τῆς διοικήσεως nennt; vgl. Pol. 6, 56. – b) [[βουλῆς]], nach B. A. 185 ὁ καταγραφόμενος τὰ ἐν τῇ βουλῇ γινόμενα; Arist. frg. bei Harpocrat. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έως (ὁ) :<br /><b>1</b> [[contrôleur des contributions]];<br /><b>2</b> <i>à Éphèse</i> préposé qui semble remplir les fonctions de notaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντιγράφω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιγρᾰφεύς:''' έως ὁ<br /><b class="num">1</b> [[писец]], [[делопроизводитель]], [[секретарь]], Aeschin., Arst., Polyb.;<br /><b class="num">2</b> [[счетовод]] (τῶν εἰσενεγκόντων Dem.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιγρᾰφεύς''': έως, ὁ, ὁ ἀντιγράφων (ἴδε [[ἀντίγραφος]]), Λατ. contratotulator, δημόσιός τις [[λειτουργός]], Αἰσχίν. 59. 23, πρβλ. Ἐπιγρ. Ἀττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 100, 184, 187, 190, καὶ ἀλλαχοῦ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 399, Πολύβ. 6. 56, 13· Βοικχ. Π. Οἰ. 1. 247, ἴδε καὶ Λεξικ. Ἀρχαιολ. - ἀντιγραφεὺς τῶν εἰσενεγκόντων, ὁ τηρῶν λογαριασμὸν τῶν καταβαλλομένων χρημάτων καὶ τῶν καταβαλλόντων αὐτὰ πολιτῶν, Δημ. 615, 14· κατὰ τὸν Ἁρποκρ. «[[ἀντιγραφεύς]]: ὁ καθιστάμενος ἐπὶ τῶν καταβαλλόντων τινὰ τῇ πόλει χρήματα, [[ὥστε]] ἀντιγράφεσθαι [[ταῦτα]]· Δημοσθένης ἐν τῷ κατ’ Ἀνδροτίωνος καὶ Αἰσχίνης ἐν τῷ κατὰ Κτησιφῶντος, διττοὶ δὲ ἦσαν ἀντιγραφεῖς, ὁ μὲν τῆς διοικήσεως, ὥς φησι Φιλόχωρος, ὁ δὲ τῆς βουλῆς, ὡς Ἀριστοτέλης ἐν Ἀθηναίων πολιτείᾳ». ΙΙ. παρὰ Βυζ. ἀντιγραφεῖς ἐκαλοῦντο οἱ ἔχοντες τὸ [[ἀξίωμα]] τοῦ χαρτοφύλακος. | |lstext='''ἀντιγρᾰφεύς''': έως, ὁ, ὁ ἀντιγράφων (ἴδε [[ἀντίγραφος]]), Λατ. contratotulator, δημόσιός τις [[λειτουργός]], Αἰσχίν. 59. 23, πρβλ. Ἐπιγρ. Ἀττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 100, 184, 187, 190, καὶ ἀλλαχοῦ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 399, Πολύβ. 6. 56, 13· Βοικχ. Π. Οἰ. 1. 247, ἴδε καὶ Λεξικ. Ἀρχαιολ. - ἀντιγραφεὺς τῶν εἰσενεγκόντων, ὁ τηρῶν λογαριασμὸν τῶν καταβαλλομένων χρημάτων καὶ τῶν καταβαλλόντων αὐτὰ πολιτῶν, Δημ. 615, 14· κατὰ τὸν Ἁρποκρ. «[[ἀντιγραφεύς]]: ὁ καθιστάμενος ἐπὶ τῶν καταβαλλόντων τινὰ τῇ πόλει χρήματα, [[ὥστε]] ἀντιγράφεσθαι [[ταῦτα]]· Δημοσθένης ἐν τῷ κατ’ Ἀνδροτίωνος καὶ Αἰσχίνης ἐν τῷ κατὰ Κτησιφῶντος, διττοὶ δὲ ἦσαν ἀντιγραφεῖς, ὁ μὲν τῆς διοικήσεως, ὥς φησι Φιλόχωρος, ὁ δὲ τῆς βουλῆς, ὡς Ἀριστοτέλης ἐν Ἀθηναίων πολιτείᾳ». ΙΙ. παρὰ Βυζ. ἀντιγραφεῖς ἐκαλοῦντο οἱ ἔχοντες τὸ [[ἀξίωμα]] τοῦ χαρτοφύλακος. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντιγρᾰφεύς:''' -έως, ὁ, [[δημόσιος]] [[υπάλληλος]], [[ελεγκτής]], σε Αισχίν.· ἀντ. | |lsmtext='''ἀντιγρᾰφεύς:''' -έως, ὁ, [[δημόσιος]] [[υπάλληλος]], [[ελεγκτής]], σε Αισχίν.· ἀντ. τῶν εἰσενεγκόντων, [[κάποιος]] που ελέγχει τους λογαριασμούς του, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=a [[check]]-[[clerk]], [[controller]], Aeschin.; ἀντ. τῶν εἰσενεγκόντων one who keeps a [[check]] [[upon]] [[their]] accounts, Dem. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[one who checks]] | |woodrun=[[one who checks]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:43, 3 March 2024
English (LSJ)
-έως, ὁ, checking-clerk or copying-clerk, a public officer, Aeschin.3.25. cf. IG2.408, al., cf. 575 (of a deme), SIG364.22 (Ephesus), etc., Plb.6.56.13, PRev.Laws 12.1; ἀ. τῶν εἰσενεγκόντων one who keeps a check upon their accounts, D.22.70.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
1 interventor o supervisor de las recaudaciones πρότερον ἀ. ἦν χειροτόνητος ... ὃς ἀπελογίζετο τὰς προσόδους τῷ δήμῳ antes había un interventor electo que rendía cuentas de las recaudaciones al pueblo Aeschin.3.25, ἀ. ... τῶν εἰσενεγκόντων D.22.70, cf. 24.178, Plb.6.56.13, IG 22.1182.23 (IV a.C.)
•en los estados helenísticos: PPetr.3.56b.5 (III a.C.), UPZ 112.8.3 (III a.C.)
•adjunto del ecónomo o administrador general SB, Bh.1.10, 11 (III a.C.)
•del epimeletes UPZ 19.32 (III a.C.)
•ἀ. τῆς ὠνῆς supervisor de los arriendos de impuesto, SB, Bh.1.54.20.
2 adjunto del escriba público, especie de registrador o notario, IG 22.967.2 (II a.C.), SB 10061.8 (III/II a.C.), 10062.6 (III a.C.)
•registrador o archivero de las copias de documentos oficiales IEphesos 4A.22 (III a.C.)
•gener. escribano, copista, Gloss.2.229, 5.615.
German (Pape)
[Seite 250] ὁ, Gegenschreiber, a) Controlleur der Einnahmen des Staates, τῶν εἰσενεγκόντων Dem. 22, 70; vgl. Harpocrat., der nach Philochorus diesen τὸν τῆς διοικήσεως nennt; vgl. Pol. 6, 56. – b) βουλῆς, nach B. A. 185 ὁ καταγραφόμενος τὰ ἐν τῇ βουλῇ γινόμενα; Arist. frg. bei Harpocrat.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
1 contrôleur des contributions;
2 à Éphèse préposé qui semble remplir les fonctions de notaire.
Étymologie: ἀντιγράφω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιγρᾰφεύς: έως ὁ
1 писец, делопроизводитель, секретарь, Aeschin., Arst., Polyb.;
2 счетовод (τῶν εἰσενεγκόντων Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιγρᾰφεύς: έως, ὁ, ὁ ἀντιγράφων (ἴδε ἀντίγραφος), Λατ. contratotulator, δημόσιός τις λειτουργός, Αἰσχίν. 59. 23, πρβλ. Ἐπιγρ. Ἀττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 100, 184, 187, 190, καὶ ἀλλαχοῦ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 399, Πολύβ. 6. 56, 13· Βοικχ. Π. Οἰ. 1. 247, ἴδε καὶ Λεξικ. Ἀρχαιολ. - ἀντιγραφεὺς τῶν εἰσενεγκόντων, ὁ τηρῶν λογαριασμὸν τῶν καταβαλλομένων χρημάτων καὶ τῶν καταβαλλόντων αὐτὰ πολιτῶν, Δημ. 615, 14· κατὰ τὸν Ἁρποκρ. «ἀντιγραφεύς: ὁ καθιστάμενος ἐπὶ τῶν καταβαλλόντων τινὰ τῇ πόλει χρήματα, ὥστε ἀντιγράφεσθαι ταῦτα· Δημοσθένης ἐν τῷ κατ’ Ἀνδροτίωνος καὶ Αἰσχίνης ἐν τῷ κατὰ Κτησιφῶντος, διττοὶ δὲ ἦσαν ἀντιγραφεῖς, ὁ μὲν τῆς διοικήσεως, ὥς φησι Φιλόχωρος, ὁ δὲ τῆς βουλῆς, ὡς Ἀριστοτέλης ἐν Ἀθηναίων πολιτείᾳ». ΙΙ. παρὰ Βυζ. ἀντιγραφεῖς ἐκαλοῦντο οἱ ἔχοντες τὸ ἀξίωμα τοῦ χαρτοφύλακος.
Greek Monotonic
ἀντιγρᾰφεύς: -έως, ὁ, δημόσιος υπάλληλος, ελεγκτής, σε Αισχίν.· ἀντ. τῶν εἰσενεγκόντων, κάποιος που ελέγχει τους λογαριασμούς του, σε Δημ.
Middle Liddell
a check-clerk, controller, Aeschin.; ἀντ. τῶν εἰσενεγκόντων one who keeps a check upon their accounts, Dem.