ἀποβάπτω: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apovapto
|Transliteration C=apovapto
|Beta Code=a)poba/ptw
|Beta Code=a)poba/ptw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dip]], [[plunge]], ἑωυτόν <span class="bibl">Hdt.2.47</span>; ἐς τὴν κύλικα ἀκινάκεα <span class="bibl">Id.4.70</span>; εἰς ποταμὸν τὰ γιγνόμενα <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1336a16</span>; λίθον ἐν οἴνῳ <span class="bibl">Id.<span class="title">HA</span>607a25</span>; φαρμάκῳ τοὺς ὀϊστούς <span class="bibl">Id.<span class="title">Mir.</span>845a1</span>: metaph., ἀ. τὴν λέξιν εἰς νοῦν <span class="bibl">Plu.<span class="title">Phoc.</span>5</span>:—Pass., ὅστις ἐν ἅλμη . . ἀπεβάφθη <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span> 416</span>; περιστερὰς ἀποβεβαμμένας εἰς μύρον <span class="bibl">Alex.62.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">ἀ. ὕδωρ</b> [[draw]] water, <span class="bibl">LXX<span class="title">2 Ma.</span>1.21</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[dip]], [[plunge]], ἑωυτόν [[Herodotus|Hdt.]]2.47; ἐς τὴν κύλικα ἀκινάκεα Id.4.70; εἰς ποταμὸν τὰ γιγνόμενα Arist.''Pol.''1336a16; λίθον ἐν οἴνῳ Id.''HA''607a25; φαρμάκῳ τοὺς ὀϊστούς Id.''Mir.''845a1: metaph., ἀ. τὴν λέξιν εἰς νοῦν Plu.''Phoc.''5:—Pass., ὅστις ἐν ἅλμη.. ἀπεβάφθη Ar.''Fr.'' 416; περιστερὰς ἀποβεβαμμένας εἰς μύρον Alex.62.3.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">ἀ. ὕδωρ</b> [[draw]] water, [[LXX]] ''2 Ma.''1.21.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=plonger, tremper.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[βάπτω]].
|btext=[[plonger]], [[tremper]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[βάπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποβάπτω:''' [[погружать]], [[окунать]] (τι и τινὰ εἴς τι Her., Arst., Plut., τί τινι и τι ἔν τινι Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποβάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[βυθίζω]] [[κάτι]] αρκετά ή εντελώς στο [[νερό]] ή σε [[άλλο]] [[υγρό]], <i>ἑωυτόν</i>, σε Ηρόδ.· <i>τι εἴς τι</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀποβάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[βυθίζω]] [[κάτι]] αρκετά ή εντελώς στο [[νερό]] ή σε [[άλλο]] [[υγρό]], <i>ἑωυτόν</i>, σε Ηρόδ.· <i>τι εἴς τι</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποβάπτω:''' [[погружать]], [[окунать]] (τι и τινὰ εἴς τι Her., Arst., Plut., τί τινι и τι ἔν τινι Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to dip [[quite]] or [[entirely]], ἑωυτόν Hdt.; τι εἴς τι Hdt.
|mdlsjtxt=to dip [[quite]] or [[entirely]], ἑωυτόν Hdt.; τι εἴς τι Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβάπτω Medium diacritics: ἀποβάπτω Low diacritics: αποβάπτω Capitals: ΑΠΟΒΑΠΤΩ
Transliteration A: apobáptō Transliteration B: apobaptō Transliteration C: apovapto Beta Code: a)poba/ptw

English (LSJ)

A dip, plunge, ἑωυτόν Hdt.2.47; ἐς τὴν κύλικα ἀκινάκεα Id.4.70; εἰς ποταμὸν τὰ γιγνόμενα Arist.Pol.1336a16; λίθον ἐν οἴνῳ Id.HA607a25; φαρμάκῳ τοὺς ὀϊστούς Id.Mir.845a1: metaph., ἀ. τὴν λέξιν εἰς νοῦν Plu.Phoc.5:—Pass., ὅστις ἐν ἅλμη.. ἀπεβάφθη Ar.Fr. 416; περιστερὰς ἀποβεβαμμένας εἰς μύρον Alex.62.3.
2 ἀ. ὕδωρ draw water, LXX 2 Ma.1.21.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. part. med. ἀποβαπσάμενον ICr.2.12.15.4 (Eleuteria)]
sumergir, bañar αὐτοῖσι ... ἱματίοισι ἀπ' ὦν ἔβαψε ἑωυτόν Hdt.2.47, εἰς ποταμὸν ἀποβάπτειν τὰ γιγνόμενα ψυχρόν bañar a los niños en un río frío Arist.Pol.1336a16
de cosas sumergir, bañar, mojar ἐς τὴν κύλικα ἀκινάκην Hdt.4.70, ἐς ῥόδινον εἴριον Hp.Mul.1.78 (p.178), cf. Int.9, ἄρτους ἐξ οἴνου ... ἀποβάπτων Hp.Acut.(Sp.) 52, φάρμακον ᾧ ἀποβάπτουσι τοὺς ὀϊστούς Arist.Mir.845a1, (λίθον) ἐν οἴνῳ Arist.HA 607a25
en v. pas. ὅστις ἐν ἅλμῃ ... ἀπεβάφθη Ar.Fr.416, περιστερὰς ... ἀποβεβαμμένας εἰς ... μύρον Alex.62.3, fig. ἀ. λέξιν εἰς νοῦν Zeno Stoic.1.23.

German (Pape)

[Seite 297] untertauchen, Her. 4, 70; δαλὸν εἰς ὕδωρ Ath. IX, 409 b; Arist.

French (Bailly abrégé)

plonger, tremper.
Étymologie: ἀπό, βάπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποβάπτω: погружать, окунать (τι и τινὰ εἴς τι Her., Arst., Plut., τί τινι и τι ἔν τινι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβάπτω: μέλλ. ψω, βυθίζω τι εἰς ὕδωρἄλλο ὑγρὸν, «βουτῶ» ἀπ’ ὦν ἔβαψεν ἑωυτὸν (ἐν τμήσει) Ἡρόδ. 2. 47· ἀποβάψαντες ἐς τὴν κύλικα ἀκινάκεα καὶ ὀϊστοὺς καὶ σάγαριν ὁ αὐτ. 4. 70· εἰς ποταμὸν τὰ γιγνόμενα Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 3· λίθον ἐν οἴνῳ ἀποβάψαντες πίνουσιν ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 8. 29, 3· φαρμάκῳ τοὺς ὀϊστοὺς ὁ αὐτ. περὶ Θαυμ. 141: - μεταφ. ὥσπερ… ὁ Ζήνων ἔλεγεν ὅτι δεῖ τὸν φιλόσοφον εἰς νοῦν ἀποβάπτοντα προφέρεσθαι τὴν λέξιν Πλουτ. Φωκ. 5: - Παθ., ὅστις ἐν ἅλμῃ ἀπεβάφθη Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 366· περιστερὰς ἀφῆκεν ἀποβεβαμμένας εἰς… μύρον Ἄλεξ. ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1. 2) ἀντλῶ, ἀποβάψαντας (ὕδωρ) φέρειν Ἑβδ. (Μακκ. Β΄, α΄, 21).

Greek Monolingual

βλ. αποβάφω.

Greek Monotonic

ἀποβάπτω: μέλ. -ψω, βυθίζω κάτι αρκετά ή εντελώς στο νερό ή σε άλλο υγρό, ἑωυτόν, σε Ηρόδ.· τι εἴς τι, στον ίδ.

Middle Liddell

to dip quite or entirely, ἑωυτόν Hdt.; τι εἴς τι Hdt.