ἀνάρτυτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
mNo edit summary
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anartytos
|Transliteration C=anartytos
|Beta Code=a)na/rtutos
|Beta Code=a)na/rtutos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[unseasoned]], of food, Phld. <span class="title">Mus.</span>p.53 K., <span class="bibl">Diogenian. 2.12</span>, Sm.<span class="title">Jb.</span>6.6; <b class="b3">. βίος</b> cj. Coraës in <span class="bibl">Ath.12.511d</span>.</span>
|Definition=ἀνάρτυτον, [[unseasoned]], of [[food]], Phld. ''Mus.''p.53 K., Diogenian. 2.12, Sm.''Jb.''6.6; ἀνάρτυτος [[βίος]] cj. Coraës in Ath.12.511d.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[insulso]], [[soso]], [[βρῶμα]] Phld.<i>Mus</i>.p.53K., cf. Diogenian.1.2.12, Sm.<i>Ib</i>.6.6.<br /><b class="num">2</b> del [[mortero]] [[no fraguado]] Sm.<i>Ez</i>.13.11.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀναρτύτως]] = [[sin fraguar]] del [[mortero]], Sm.<i>Ez</i>.13.10 en Chrys.M.58.642.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0206.png Seite 206]] nicht zubereitet, von Speisen, ungewürzt, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0206.png Seite 206]] [[nicht zubereitet]], von Speisen, [[ungewürzt]], Sp.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάρτῡτος''': -ον, ὁ μὴ παρεσκευασμένος, μὴ ἠρτυμένος, ἀνάλατος, ἐπὶ ἐδεσμάτων καὶ μεταφ. [[ἀπειρόκαλος]], [[ἀβέλτερος]], ἀνάρτυτον [[βρῶμα]] Σύμμ. εἰς Ἰὼβ Ϛ΄, 6· - «[[ἅλμη]] οὐκ ἔνεστιν αὐτῷ, ἐπὶ τοῦ ἀηδοῦς καὶ ἀναρτύτου» Διογενιαν. 2. 12. - [[ἀνάρ]]. [[βίος]] Ἀθήν. 511D.
|lstext='''ἀνάρτῡτος''': -ον, ὁ μὴ παρεσκευασμένος, μὴ ἠρτυμένος, ἀνάλατος, ἐπὶ ἐδεσμάτων καὶ μεταφ. [[ἀπειρόκαλος]], [[ἀβέλτερος]], ἀνάρτυτον [[βρῶμα]] Σύμμ. εἰς Ἰὼβ Ϛ΄, 6· - «[[ἅλμη]] οὐκ ἔνεστιν αὐτῷ, ἐπὶ τοῦ ἀηδοῦς καὶ ἀναρτύτου» Διογενιαν. 2. 12. - [[ἀνάρ]]. [[βίος]] Ἀθήν. 511D.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[insulso]], [[soso]], [[βρῶμα]] Phld.<i>Mus</i>.p.53K., cf. Diogenian.1.2.12, Sm.<i>Ib</i>.6.6.<br /><b class="num">2</b> del mortero [[no fraguado]] Sm.<i>Ez</i>.13.11.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin fraguar]] del mortero, Sm.<i>Ez</i>.13.10 en Chrys.M.58.642.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάρτυτος]], -ον)<br />[[αρτύω]]<br />(για [[φαγητό]]) αυτός που δεν περιέχει καρυκεύματα, [[ακαρύκευτος]], [[άνοστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φαγητό]]) [[νηστήσιμος]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) αυτός που δεν αρτύθηκε, που νήστευσε σε περίοδο νηστείας.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάρτυτος]], -ον)<br />[[αρτύω]]<br />(για [[φαγητό]]) αυτός που δεν περιέχει καρυκεύματα, [[ακαρύκευτος]], [[άνοστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φαγητό]]) [[νηστήσιμος]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) αυτός που δεν αρτύθηκε, που νήστευσε σε περίοδο νηστείας.
}}
}}

Latest revision as of 09:56, 5 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάρτῡτος Medium diacritics: ἀνάρτυτος Low diacritics: ανάρτυτος Capitals: ΑΝΑΡΤΥΤΟΣ
Transliteration A: anártytos Transliteration B: anartytos Transliteration C: anartytos Beta Code: a)na/rtutos

English (LSJ)

ἀνάρτυτον, unseasoned, of food, Phld. Mus.p.53 K., Diogenian. 2.12, Sm.Jb.6.6; ἀνάρτυτος βίος cj. Coraës in Ath.12.511d.

Spanish (DGE)

-ον
I 1insulso, soso, βρῶμα Phld.Mus.p.53K., cf. Diogenian.1.2.12, Sm.Ib.6.6.
2 del mortero no fraguado Sm.Ez.13.11.
II adv. ἀναρτύτως = sin fraguar del mortero, Sm.Ez.13.10 en Chrys.M.58.642.

German (Pape)

[Seite 206] nicht zubereitet, von Speisen, ungewürzt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρτῡτος: -ον, ὁ μὴ παρεσκευασμένος, μὴ ἠρτυμένος, ἀνάλατος, ἐπὶ ἐδεσμάτων καὶ μεταφ. ἀπειρόκαλος, ἀβέλτερος, ἀνάρτυτον βρῶμα Σύμμ. εἰς Ἰὼβ Ϛ΄, 6· - «ἅλμη οὐκ ἔνεστιν αὐτῷ, ἐπὶ τοῦ ἀηδοῦς καὶ ἀναρτύτου» Διογενιαν. 2. 12. - ἀνάρ. βίος Ἀθήν. 511D.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάρτυτος, -ον)
αρτύω
(για φαγητό) αυτός που δεν περιέχει καρυκεύματα, ακαρύκευτος, άνοστος
νεοελλ.
1. (για φαγητό) νηστήσιμος
2. (για ανθρώπους) αυτός που δεν αρτύθηκε, που νήστευσε σε περίοδο νηστείας.