ὀδυρτός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
(1ba)
m (Text replacement - "werth" to "wert")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=odyrtos
|Transliteration C=odyrtos
|Beta Code=o)durto/s
|Beta Code=o)durto/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mourned for, lamentable</b>, Plu.2.499f; φωνή <span class="title">Epigr.Gr.</span>1003.4 : neut. <b class="b3">ὀδυρτά</b>, as Adv., <b class="b2">painfully</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>1226</span>.</span>
|Definition=ὀδυρτόν, [[mourned for]], [[lamentable]], Plu.2.499f; φωνή ''Epigr.Gr.''1003.4: neut. [[ὀδυρτά]], as adverb, [[painfully]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''1226.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0295.png Seite 295]] beklagenswerth; Sp.; Ar. Ach. 1186 sagt auch [[λόγχη]] τις ἐμπέπηγέ μοι δι' ὀστέων ὀδυρτά, auf klägliche Weise.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0295.png Seite 295]] beklagenswert; Sp.; Ar. Ach. 1186 sagt auch [[λόγχη]] τις ἐμπέπηγέ μοι δι' ὀστέων ὀδυρτά, auf klägliche Weise.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[lamentable]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀδύρομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀδυρτός:''' [[внушающий сожаление]], [[жалкий]] (οἰκτρὸς καὶ ὀ. Plut.). - см. тж. [[ὀδυρτά]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀδυρτός''': -ή, -όν, ([[ὀδύρομαι]]) δι’ ὃν θρηνεῖ τις, ἀξιοθρήνητος, [[ὅπως]] τὰ προσπίπτοντα [[ἔξωθεν]] οἰκτρὰ καὶ ὀδυρτὰ ποιήσῃ Πλούτ. 2. 499F· φωνὴ Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1003, 4· ― ὀδυρτά, ὡς ἐπίρρ., μετ’ ὀδυρμοῦ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1226 ([[ἔνθα]] κατὰ Σουΐδ.: «ὀδυρτή, ἀπὸ τοῦ ὀδύρεσθαι, τουτέστιν θρῆνον ἐμποιοῦσα καὶ ὀδυρμόν»).
|lstext='''ὀδυρτός''': -ή, -όν, ([[ὀδύρομαι]]) δι’ ὃν θρηνεῖ τις, ἀξιοθρήνητος, [[ὅπως]] τὰ προσπίπτοντα [[ἔξωθεν]] οἰκτρὰ καὶ ὀδυρτὰ ποιήσῃ Πλούτ. 2. 499F· φωνὴ Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1003, 4· ― ὀδυρτά, ὡς ἐπίρρ., μετ’ ὀδυρμοῦ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1226 ([[ἔνθα]] κατὰ Σουΐδ.: «ὀδυρτή, ἀπὸ τοῦ ὀδύρεσθαι, τουτέστιν θρῆνον ἐμποιοῦσα καὶ ὀδυρμόν»).
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />lamentable.<br />'''Étymologie:''' [[ὀδύρομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀδυρτός:''' -ή, -όν ([[ὀδύρομαι]]), [[αξιολύπητος]], [[αξιοθρήνητος]]· ουδ. πληθ. <i>ὀδυρτά</i>, ως επίρρ., με πόνο, οδυνηρά, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὀδυρτός:''' -ή, -όν ([[ὀδύρομαι]]), [[αξιολύπητος]], [[αξιοθρήνητος]]· ουδ. πληθ. <i>ὀδυρτά</i>, ως επίρρ., με πόνο, οδυνηρά, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀδυρτός:''' внушающий сожаление, жалкий (οἰκτρὸς καὶ ὀ. Plut.). - см. тж. [[ὀδυρτά]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀδυρτός]], ή, όν [[ὀδύρομαι]]<br />mourned for, [[lamentable]]: neut. pl. ὀδυρτά, as adv., [[painfully]], Ar.
|mdlsjtxt=[[ὀδυρτός]], ή, όν [[ὀδύρομαι]]<br />mourned for, [[lamentable]]: neut. pl. ὀδυρτά, as adv., [[painfully]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 13:12, 11 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδυρτός Medium diacritics: ὀδυρτός Low diacritics: οδυρτός Capitals: ΟΔΥΡΤΟΣ
Transliteration A: odyrtós Transliteration B: odyrtos Transliteration C: odyrtos Beta Code: o)durto/s

English (LSJ)

ὀδυρτόν, mourned for, lamentable, Plu.2.499f; φωνή Epigr.Gr.1003.4: neut. ὀδυρτά, as adverb, painfully, Ar.Ach.1226.

German (Pape)

[Seite 295] beklagenswert; Sp.; Ar. Ach. 1186 sagt auch λόγχη τις ἐμπέπηγέ μοι δι' ὀστέων ὀδυρτά, auf klägliche Weise.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
lamentable.
Étymologie: ὀδύρομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὀδυρτός: внушающий сожаление, жалкий (οἰκτρὸς καὶ ὀ. Plut.). - см. тж. ὀδυρτά.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδυρτός: -ή, -όν, (ὀδύρομαι) δι’ ὃν θρηνεῖ τις, ἀξιοθρήνητος, ὅπως τὰ προσπίπτοντα ἔξωθεν οἰκτρὰ καὶ ὀδυρτὰ ποιήσῃ Πλούτ. 2. 499F· φωνὴ Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1003, 4· ― ὀδυρτά, ὡς ἐπίρρ., μετ’ ὀδυρμοῦ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1226 (ἔνθα κατὰ Σουΐδ.: «ὀδυρτή, ἀπὸ τοῦ ὀδύρεσθαι, τουτέστιν θρῆνον ἐμποιοῦσα καὶ ὀδυρμόν»).

Greek Monolingual

ὀδυρτός, -ή, -όν (Α) οδύρομαι
1. αξιοθρήνητος
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὀδυρτά
με οδυρμό («λόγχη τις ἐμπέπηγε μοι δι' ὀστέων ὀδυρτά», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ὀδυρτός: -ή, -όν (ὀδύρομαι), αξιολύπητος, αξιοθρήνητος· ουδ. πληθ. ὀδυρτά, ως επίρρ., με πόνο, οδυνηρά, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὀδυρτός, ή, όν ὀδύρομαι
mourned for, lamentable: neut. pl. ὀδυρτά, as adv., painfully, Ar.