προσμαρτυρέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
(nl)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosmartyreo
|Transliteration C=prosmartyreo
|Beta Code=prosmarture/w
|Beta Code=prosmarture/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bear witness in addition</b>, π. τούτους εἶναι κληρονόμους <span class="bibl">Is.6.45</span>; <b class="b2">confirm by evidence</b>, τῇ προκλήσει τὴν διαθήκην <span class="bibl">D.45.12</span>, cf. ib.88; π. ταῦτά τινι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Arist.</span>25</span>, etc.: c. dat., <b class="b2">bear additional witness to, confirm</b> a thing, τὰ πράγματα -εμαρτύρησε τοῖς λογισμοῖς <span class="bibl">Plb.3.89.4</span>, cf. Plu.2.119e, etc.:—Pass., προσεμαρτυρεῖτο αὐτῷ ὅτι . . <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>288.7</span> (iii B.C.), cf. <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>7.212</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">ascribe</b>, πάντα τῷ θεῷ <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>5.8.9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Astrol., <b class="b2">to be also in aspect</b>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Par.Ptol.</span>249</span>, <span class="bibl">Man.4.384</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[bear witness in addition]], π. τούτους εἶναι κληρονόμους Is.6.45; [[confirm by evidence]], τῇ προκλήσει τὴν διαθήκην D.45.12, cf. ib.88; π. ταῦτά τινι Plu.''Arist.''25, etc.: c. dat., [[bear additional witness to]], [[confirm]] a thing, τὰ πράγματα -εμαρτύρησε τοῖς λογισμοῖς Plb.3.89.4, cf. Plu.2.119e, etc.:—Pass., προσεμαρτυρεῖτο αὐτῷ ὅτι.. ''PCair.Zen.''288.7 (iii B.C.), cf. S.E.''M.''7.212.<br><span class="bld">2</span> [[ascribe]], πάντα τῷ θεῷ J.''AJ''5.8.9.<br><span class="bld">II</span> Astrol., to [[be also in aspect]], Procl.''Par.Ptol.''249, Man.4.384.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0772.png Seite 772]] noch dazu bezeugen, πρὸς ὑπερβολήν, Is. 6, 45; durch sein Zeugniß bestätigen, c. dat. der Sache, τῇ προκλήσει, Dem. 45, 12; τὰ πράγματα προσεμαρτύρησε τοῖς λογισμοῖς αὐτοῦ, Pol. 3, 90, 4; Luc. de salt. 23; τῷ ῥηθέντι, Plut. consol. ad Apollon. p. 363.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0772.png Seite 772]] noch dazu bezeugen, πρὸς ὑπερβολήν, Is. 6, 45; durch sein Zeugniß bestätigen, c. dat. der Sache, τῇ προκλήσει, Dem. 45, 12; τὰ πράγματα προσεμαρτύρησε τοῖς λογισμοῖς αὐτοῦ, Pol. 3, 90, 4; Luc. de salt. 23; τῷ ῥηθέντι, Plut. consol. ad Apollon. p. 363.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''προσμαρτῠρέω''': [[φέρω]] μαρτυρίαν [[προσέτι]], μαρτυρῶ [[προσέτι]], π. τι [[εἶναι]] Ἰσαῖ. 60. 42· βεβαιῶ διὰ μαρτυρίας, τῇ προκλήσει τὴν διαθήκην Δημ. 1105. 2, πρβλ. 1128. 12· πρ. τινί τι Πλουτ. Ἀριστείδ. 25, κτλ.· ― ἀμεταβ., πρ. τινι, [[φέρω]] πρόσθετον μαρτυρίαν περὶ τοῦ πράγματος, Πολύβ. 3. 90, 4, Πλούτ. 119E, κτλ. ― Παθ., προσεμαρτυρήθη ὅτι… Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 212.
|btext=[[προσμαρτυρῶ]] :<br />attester en outre ; confirmer par son témoignage : τινί τι témoigner de qch en faveur de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[μαρτυρέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσμαρτυρέω &#91;[[πρός]], [[μάρτυς]]] [[getuigenis afleggen]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=-ῶ :<br />attester en outre ; confirmer par son témoignage : τινί [[τι]] témoigner de qch en faveur de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[μαρτυρέω]].
|elrutext='''προσμαρτῠρέω:''' [[подкреплять свидетельством]], [[подтверждать]] (τὰ πράγματα τοῖς λογισμοῖς Polyb.): π. ρηθέντι τινί Plut. подтверждать чьи-л. слова; π. τινί τι Plut. свидетельствовать о чем-л. в пользу кого-л.; προσεμαρτυρήθη … καὶ ἐπεμαρτυρήθη δι᾽ αὐτῆς τῆς ἐναργείας Sext. это было подтверждено (косвенными) доказательствами, а (затем) было засвидетельствовано со всей очевидностью.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσμαρτῠρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[επιβεβαιώνω]] με [[μαρτυρία]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[προσμαρτυρέω]] τινί, [[φέρνω]] πρόσθετη [[μαρτυρία]] για [[κάτι]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''προσμαρτῠρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[επιβεβαιώνω]] με [[μαρτυρία]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[προσμαρτυρέω]] τινί, [[φέρνω]] πρόσθετη [[μαρτυρία]] για [[κάτι]], σε Πολύβ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσμαρτῠρέω:''' подкреплять свидетельством, подтверждать (τὰ πράγματα τοῖς λογισμοῖς Polyb.): π. ρηθέντι τινί Plut. подтверждать чьи-л. слова; π. τινί τι Plut. свидетельствовать о чем-л. в пользу кого-л.; προσεμαρτυρήθη … καὶ ἐπεμαρτυρήθη δι᾽ αὐτῆς τῆς ἐναργείας Sext. это было подтверждено (косвенными) доказательствами, а (затем) было засвидетельствовано со всей очевидностью.
|lstext='''προσμαρτῠρέω''': [[φέρω]] μαρτυρίαν [[προσέτι]], μαρτυρῶ [[προσέτι]], π. τι [[εἶναι]] Ἰσαῖ. 60. 42· βεβαιῶ διὰ μαρτυρίας, τῇ προκλήσει τὴν διαθήκην Δημ. 1105. 2, πρβλ. 1128. 12· πρ. τινί τι Πλουτ. Ἀριστείδ. 25, κτλ.· ― ἀμεταβ., πρ. τινι, [[φέρω]] πρόσθετον μαρτυρίαν περὶ τοῦ πράγματος, Πολύβ. 3. 90, 4, Πλούτ. 119E, κτλ. ― Παθ., προσεμαρτυρήθη ὅτι… Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 212.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=προσμαρτυρέω [πρός, μάρτυς] getuigenis afleggen.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">I.</b> to [[confirm]] by [[evidence]], Dem.<br /><b class="num">II.</b> intr., πρ. τινί to [[bear]] [[additional]] [[witness]] to a [[thing]], Polyb.
}}
}}

Latest revision as of 18:35, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσμαρτῠρέω Medium diacritics: προσμαρτυρέω Low diacritics: προσμαρτυρέω Capitals: ΠΡΟΣΜΑΡΤΥΡΕΩ
Transliteration A: prosmartyréō Transliteration B: prosmartyreō Transliteration C: prosmartyreo Beta Code: prosmarture/w

English (LSJ)

A bear witness in addition, π. τούτους εἶναι κληρονόμους Is.6.45; confirm by evidence, τῇ προκλήσει τὴν διαθήκην D.45.12, cf. ib.88; π. ταῦτά τινι Plu.Arist.25, etc.: c. dat., bear additional witness to, confirm a thing, τὰ πράγματα -εμαρτύρησε τοῖς λογισμοῖς Plb.3.89.4, cf. Plu.2.119e, etc.:—Pass., προσεμαρτυρεῖτο αὐτῷ ὅτι.. PCair.Zen.288.7 (iii B.C.), cf. S.E.M.7.212.
2 ascribe, πάντα τῷ θεῷ J.AJ5.8.9.
II Astrol., to be also in aspect, Procl.Par.Ptol.249, Man.4.384.

German (Pape)

[Seite 772] noch dazu bezeugen, πρὸς ὑπερβολήν, Is. 6, 45; durch sein Zeugniß bestätigen, c. dat. der Sache, τῇ προκλήσει, Dem. 45, 12; τὰ πράγματα προσεμαρτύρησε τοῖς λογισμοῖς αὐτοῦ, Pol. 3, 90, 4; Luc. de salt. 23; τῷ ῥηθέντι, Plut. consol. ad Apollon. p. 363.

French (Bailly abrégé)

προσμαρτυρῶ :
attester en outre ; confirmer par son témoignage : τινί τι témoigner de qch en faveur de qqn.
Étymologie: πρός, μαρτυρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσμαρτυρέω [πρός, μάρτυς] getuigenis afleggen.

Russian (Dvoretsky)

προσμαρτῠρέω: подкреплять свидетельством, подтверждать (τὰ πράγματα τοῖς λογισμοῖς Polyb.): π. ρηθέντι τινί Plut. подтверждать чьи-л. слова; π. τινί τι Plut. свидетельствовать о чем-л. в пользу кого-л.; προσεμαρτυρήθη … καὶ ἐπεμαρτυρήθη δι᾽ αὐτῆς τῆς ἐναργείας Sext. это было подтверждено (косвенными) доказательствами, а (затем) было засвидетельствовано со всей очевидностью.

Greek Monotonic

προσμαρτῠρέω: μέλ. -ήσω,
I. επιβεβαιώνω με μαρτυρία, σε Δημ.
II. αμτβ., προσμαρτυρέω τινί, φέρνω πρόσθετη μαρτυρία για κάτι, σε Πολύβ.

Greek (Liddell-Scott)

προσμαρτῠρέω: φέρω μαρτυρίαν προσέτι, μαρτυρῶ προσέτι, π. τι εἶναι Ἰσαῖ. 60. 42· βεβαιῶ διὰ μαρτυρίας, τῇ προκλήσει τὴν διαθήκην Δημ. 1105. 2, πρβλ. 1128. 12· πρ. τινί τι Πλουτ. Ἀριστείδ. 25, κτλ.· ― ἀμεταβ., πρ. τινι, φέρω πρόσθετον μαρτυρίαν περὶ τοῦ πράγματος, Πολύβ. 3. 90, 4, Πλούτ. 119E, κτλ. ― Παθ., προσεμαρτυρήθη ὅτι… Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 212.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to confirm by evidence, Dem.
II. intr., πρ. τινί to bear additional witness to a thing, Polyb.