ἀνασοβέω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source
(6_22)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anasoveo
|Transliteration C=anasoveo
|Beta Code=a)nasobe/w
|Beta Code=a)nasobe/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">scare and make to start up:</b> generally, <b class="b2">rouse</b>, ἄγραν <span class="bibl">Pl. <span class="title">Ly.</span> 206a</span>; τοὺς ἀκροωμένους Plu.2.44d; <b class="b3">τινὰ πρὸς ὀργήν</b> Chor.p.206 B.: —Pass., <b class="b3">ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην</b> <b class="b2">with ruffled</b> hair, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>54</span>; κόμη ἀνασεσοβημένη <span class="bibl">Id.<span class="title">JTr.</span>30</span>.</span>
|Definition=scare and make to start up: generally, [[rouse]], ἄγραν Pl. ''Ly.'' 206a; τοὺς ἀκροωμένους Plu.2.44d; <b class="b3">τινὰ πρὸς ὀργήν</b> Chor.p.206 B.: —Pass., <b class="b3">ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην</b> [[with ruffled]] hair, Luc.''Tim.''54; κόμη ἀνασεσοβημένη Id.''JTr.''30.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[espantar]], [[ahuyentar]] ἄγραν Pl.<i>Ly</i>.206a<br /><b class="num"></b>fig. ref. a un enamorado μὴ τρόπος ἀπειθὴς ἀνασοβήσῃ ὃν εὖ μάλα τεθήρακεν ἡ μορφή Aristaenet.2.2.14<br /><b class="num">•</b>[[intimidar]], [[amedrentar]] με Pl.<i>Ep</i>.348a, τοὺς μάρτυρας <i>PEnteux</i>.86.6 (III a.C.), τοὺς ἀκροωμένους Plu.2.44c<br /><b class="num"></b>abs. Plb.38.9.8, Chor.<i>Decl</i>.10.47<br /><b class="num"></b>en v. med.-pas. [[amedrentarse]], [[asustarse]], ἵνα μὴ ἀνασοβηθῶμεν <i>PLond</i>.1980.12 (III a.C.), τοὺς αἰπόλους ἀνασοβεῖσθαι <i>PCair.Zen</i>.338.3 (III a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[excitar]] en v. pas. ([[γυνή]]) ἀνασεσοβημένη τοὺς τρόπους <i>SB</i> 9421.18 (III d.C.).<br /><b class="num">3</b> en v. med. [[erizarse]] ἀνασεσοβημένος τὴν ἐπὶ τῷ μετώπῳ κόμην Luc.<i>Tim</i>.54, κόμη ἀνασοβουμένη Luc.<i>ITr</i>.30.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0207.png Seite 207]] aufscheuchen, erschrecken: ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην, mit aufgesträubtem Haar, Luc. Tim. 54; [[κόμη]] ἀνασοβουμένη, das sich vor Schreck sträubende Haar, Iup. trag. 30; übh. aufregen, Plat. Lys. 906 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0207.png Seite 207]] aufscheuchen, erschrecken: ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην, mit aufgesträubtem Haar, Luc. Tim. 54; [[κόμη]] ἀνασοβουμένη, das sich vor Schreck sträubende Haar, Iup. trag. 30; übh. aufregen, Plat. Lys. 906 a.
}}
{{bailly
|btext=[[ἀνασοβῶ]] :<br />faire se hérisser (de peur), effrayer, épouvanter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[σοβέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνασοβέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[ставить дыбом]]: ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην Luc. с торчащими дыбом волосами;<br /><b class="num">2</b> [[возбуждать]], [[раздражать]] (τοὺς ἀκροωμένους Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[спугивать]] (τὴν ἄγραν Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνασοβέω''': φοβῶ, πτοῶ, «[[σκιάζω]]», [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἀναπηδήσῃ ἐκ φόβου· ἐν γένει, [[διεγείρω]], ἄγραν Πλάτ. Λύσ. 206Α: ― Παθ. ἀνασεσοβημένος τὴν ἐπὶ τῷ μετώπῳ κόμην, ἔχων αὐτὴν ὠρθωμένην, Λουκ. Τίμ. 54· [[κόμη]] ἀνασοβουμένη, ὀρθουμένη, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος μέλλοντος νὰ χρησμοδοτήσῃ, ὁ αὐτ. [[Ζεὺς]] Τραγ. 30.
|lstext='''ἀνασοβέω''': φοβῶ, πτοῶ, «[[σκιάζω]]», [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἀναπηδήσῃ ἐκ φόβου· ἐν γένει, [[διεγείρω]], ἄγραν Πλάτ. Λύσ. 206Α: ― Παθ. ἀνασεσοβημένος τὴν ἐπὶ τῷ μετώπῳ κόμην, ἔχων αὐτὴν ὠρθωμένην, Λουκ. Τίμ. 54· [[κόμη]] ἀνασοβουμένη, ὀρθουμένη, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος μέλλοντος νὰ χρησμοδοτήσῃ, ὁ αὐτ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγ. 30.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνασοβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φοβίζω]] και κάνω κάποιον να πεταχτεί, να σηκωθεί από το φόβο, σε Πλάτ. — Παθ., <i>ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην</i>, με ανασηκωμένα τα μαλλιά από το φόβο, σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to [[scare]] and make to [[start]] up, to [[rouse]], Plat.:—Pass., ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην with [[hair]] on end [[through]] [[fright]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 18:42, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασοβέω Medium diacritics: ἀνασοβέω Low diacritics: ανασοβέω Capitals: ΑΝΑΣΟΒΕΩ
Transliteration A: anasobéō Transliteration B: anasobeō Transliteration C: anasoveo Beta Code: a)nasobe/w

English (LSJ)

scare and make to start up: generally, rouse, ἄγραν Pl. Ly. 206a; τοὺς ἀκροωμένους Plu.2.44d; τινὰ πρὸς ὀργήν Chor.p.206 B.: —Pass., ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην with ruffled hair, Luc.Tim.54; κόμη ἀνασεσοβημένη Id.JTr.30.

Spanish (DGE)

1 espantar, ahuyentar ἄγραν Pl.Ly.206a
fig. ref. a un enamorado μὴ τρόπος ἀπειθὴς ἀνασοβήσῃ ὃν εὖ μάλα τεθήρακεν ἡ μορφή Aristaenet.2.2.14
intimidar, amedrentar με Pl.Ep.348a, τοὺς μάρτυρας PEnteux.86.6 (III a.C.), τοὺς ἀκροωμένους Plu.2.44c
abs. Plb.38.9.8, Chor.Decl.10.47
en v. med.-pas. amedrentarse, asustarse, ἵνα μὴ ἀνασοβηθῶμεν PLond.1980.12 (III a.C.), τοὺς αἰπόλους ἀνασοβεῖσθαι PCair.Zen.338.3 (III a.C.).
2 excitar en v. pas. (γυνή) ἀνασεσοβημένη τοὺς τρόπους SB 9421.18 (III d.C.).
3 en v. med. erizarse ἀνασεσοβημένος τὴν ἐπὶ τῷ μετώπῳ κόμην Luc.Tim.54, κόμη ἀνασοβουμένη Luc.ITr.30.

German (Pape)

[Seite 207] aufscheuchen, erschrecken: ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην, mit aufgesträubtem Haar, Luc. Tim. 54; κόμη ἀνασοβουμένη, das sich vor Schreck sträubende Haar, Iup. trag. 30; übh. aufregen, Plat. Lys. 906 a.

French (Bailly abrégé)

ἀνασοβῶ :
faire se hérisser (de peur), effrayer, épouvanter.
Étymologie: ἀνά, σοβέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνασοβέω:
1 ставить дыбом: ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην Luc. с торчащими дыбом волосами;
2 возбуждать, раздражать (τοὺς ἀκροωμένους Plut.);
3 спугивать (τὴν ἄγραν Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασοβέω: φοβῶ, πτοῶ, «σκιάζω», κάμνω τινὰ νὰ ἀναπηδήσῃ ἐκ φόβου· ἐν γένει, διεγείρω, ἄγραν Πλάτ. Λύσ. 206Α: ― Παθ. ἀνασεσοβημένος τὴν ἐπὶ τῷ μετώπῳ κόμην, ἔχων αὐτὴν ὠρθωμένην, Λουκ. Τίμ. 54· κόμη ἀνασοβουμένη, ὀρθουμένη, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος μέλλοντος νὰ χρησμοδοτήσῃ, ὁ αὐτ. Ζεὺς Τραγ. 30.

Greek Monotonic

ἀνασοβέω: μέλ. -ήσω, φοβίζω και κάνω κάποιον να πεταχτεί, να σηκωθεί από το φόβο, σε Πλάτ. — Παθ., ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην, με ανασηκωμένα τα μαλλιά από το φόβο, σε Λουκ.

Middle Liddell

to scare and make to start up, to rouse, Plat.:—Pass., ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην with hair on end through fright, Luc.