ἰσομοιρέω: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />avoir une part égale ; [[πρός]] τινα à celle de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἰσόμοιρος]].
|btext=[[ἰσομοιρῶ]] :<br />avoir une part égale ; [[πρός]] τινα à celle de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἰσόμοιρος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:48, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσομοιρέω Medium diacritics: ἰσομοιρέω Low diacritics: ισομοιρέω Capitals: ΙΣΟΜΟΙΡΕΩ
Transliteration A: isomoiréō Transliteration B: isomoireō Transliteration C: isomoireo Beta Code: i)somoire/w

English (LSJ)

A have an equal share, Th.6.39, X.Cyr.2.3.17; τινος of a thing, D.48.19; τινὸς πρός τινα Th.6.16; πρὸς ἀλλήλους Isoc.5.39; τινός τινι Is.1.2, D.H.6.66.
II Astrol., occupy the same degree, Cat.Cod.Astr.5(1).219.

German (Pape)

[Seite 1265] gleichen Theil haben, τινί τινος, mit Einem an Etwas, Is. 1, 2, 35; von Städten, ἰσομοιρῆσαι πρὸς ἀλλήλους, im Gegensatz von πλεονεκτεῖν, Isocr. 4, 17. 5, 39; ἢν δέ τι γένηται ἀγαθόν, ἀξιώσουσι πάντες ἰσομοιρεῖν Xen. Cyr. 2, 2, 17; τῆς ξυμφορᾶς Thuc. 6, 16; von Gleichheit der Rechte in der Demokratie, 6, 39.

French (Bailly abrégé)

ἰσομοιρῶ :
avoir une part égale ; πρός τινα à celle de qqn.
Étymologie: ἰσόμοιρος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσομοιρέω: иметь равную долю, участвовать в равной мере (ἰ. πρὸς ἀλλήλους Isocr.; ἰ. τινι τῆς οὐσίας Isae.): ἀξιοῦν ἰ. Xen. претендовать на равную долю.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσομοιρέω: ἔχω ἴσον μερίδιον, Θουκ. 6. 39, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 17· τινός, ἔκ τινος πράγματος, Ἰσαῖος 35. 9, Δημ. 1172. 27· τινος πρός τινα ἢ τινι, πράγματός τινος μετ’ ἄλλου προσ., Θουκ. 6. 16, πρβλ. Ἰσοκρ. 90Α. Ἀλ. 6. 66.

Greek Monotonic

ἰσομοιρέω: μέλ. -ήσω, έχω ίσο μερίδιο, σε Θουκ., Ξεν.

Middle Liddell

ἰσομοιρέω, fut. -ήσω
to have an equal share, Thuc., Xen. [from ἰσόμοιρος