κροκώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=<b class="num">1</b> ες, ([[κρόκος]]), <i>[[saffranartig]], -[[farbig]]</i>, Diosc. und andere Spätere<br /><b class="num">2</b> ες, [[κρόκη]]), <i>von der Art des Einschlags beim [[Gewebe]]</i>, [[διάνημα]], Plat. <i>Polit</i>. 309b.
|ptext=<b class="num">1</b> ες, ([[κρόκος]]), <i>[[saffranartig]], [[saffranfarbig]]</i>, Diosc. und andere Spätere<br /><b class="num">2</b> ες, [[κρόκη]]), <i>von der Art des Einschlags beim [[Gewebe]]</i>, [[διάνημα]], Plat. <i>Polit</i>. 309b.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:02, 18 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροκώδης Medium diacritics: κροκώδης Low diacritics: κροκώδης Capitals: ΚΡΟΚΩΔΗΣ
Transliteration A: krokṓdēs Transliteration B: krokōdēs Transliteration C: krokodis Beta Code: krokw/dhs

English (LSJ)

κροκῶδες,
A saffron-coloured, Dsc.1.27, Aret.SD1.15; containing saffron, Id.CA2.2; κολλύριον Gal.12.715, cf. CIL13.10021.66.
II like the κρόκη or thread of the woof, Pl.Plt. 309b.

German (Pape)

1 ες, (κρόκος), saffranartig, saffranfarbig, Diosc. und andere Spätere
2 ες, κρόκη), von der Art des Einschlags beim Gewebe, διάνημα, Plat. Polit. 309b.

Russian (Dvoretsky)

κροκώδης: похожий на уток (διάνημα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

κροκώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κρόκον, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ κρόκου, Διοσκ. 1. 26. ΙΙ. ὅμοιος πρὸς τὴν κρόκην, δηλ. τὸ «ὑφάδι», Πλάτ. Πολιτικ. 309B.

Greek Monolingual

(I)
κροκώδης, -ῶδες (AM) κρόκος
αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου
αρχ.
1. αυτός που περιέχει κρόκο
2. είδος κολλυρίου.
(II)
κροκώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που μοιάζει με κρόκη, με υφάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη (Ι) «κλωστή»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κροκώδης -ες [κρόκη] als de inslag bij het weven.