διαχόω: Difference between revisions
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(όω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[διαχῶ]] :<br /><i>inf. prés.</i> διαχοῦν;<br />[[construire une jetée]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[χόω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 21:45, 19 March 2024
English (LSJ)
A bank up: διαχοῦν τὸ χῶμα complete the mound, Hdt.8.97.
2 block with a mole, πορθμόν Str.9.1.13, cf. 7.4.7.
Spanish (DGE)
1 represar, obstruir con un dique τὸ στόμα τοῦ κόλπου Str.7.4.7, (πορθμόν) Str.9.1.13, las brechas abiertas en los diques PCair.Zen.788.1 (III a.C.).
2 construir, excavar de parte a parte χῶμα una escollera Hdt.8.97
•hacer un dique transversal (cf. διάχωμα 1) en un canal de irrigación PRyl.561.7 (III a.C.).
German (Pape)
[Seite 613] einen Damm durchführen; χῶμα ἐς Σαλαμῖνα διαχοῖν Her. 8, 97; Strab. 5, 4, 6 öfter.
French (Bailly abrégé)
διαχῶ :
inf. prés. διαχοῦν;
construire une jetée.
Étymologie: διά, χόω.
Russian (Dvoretsky)
διαχόω: насыпать, проводить, строить (χῶμα ἐς Σαλαμῖνα Her.).
Greek (Liddell-Scott)
διαχόω: παλαιὸς τύπος ἀντὶ τοῦ διαχώννυμι (ὃ ἴδε), διαχοῦν τὸ χῶμα, συμπληροῦν τὴν ἐπισώρευσιν τοῦ χώματος, Ἡρόδ. 8. 97. 2) διὰ χώματος ἀποχωρίζω ἢ ὀχυρῶ, Στράβ. 245.
Greek Monotonic
διαχόω: αρχ. τύπος του διαχώννυμι, διαχοῦν τὸ χῶμα, ολοκληρώνουν το ανάχωμα, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
[old form for διαχώννυμι
διαχοῦν τὸ χῶμα to complete the mound, Hdt., διαχώννυμι later in Strab.