ἀμυγδάλη: Difference between revisions
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "<b>συνήθως στον πληθ.</b>" to "<b>συνήθως στον πληθ.</b>") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμυγδάλη]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[αμύγδαλο]]<br /><b>2.</b> το [[κουκούτσι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Ξένη λ. άγνωστης προελεύσεως. Πιθ. από εβρ. <i>meged</i>’ <i>ē</i><i>l</i> ή <i>magdi</i>’ <i>ē</i><i>l</i> «πολύτιμο [[δώρο]] απ’ το Θεό». Η λατ. λ. <i>amygdala</i> (και <i>amidula</i>, <i>amyndala</i>, <i>amandula</i>) αποτελεί [[δάνειο]] από την Ελληνική. Από τους τύπους της Λατινικής προήλθαν τα γαλλ. <i>amande</i>, γερμ. <i>Mandel</i>, αγγλ. <i>almond</i>, ιταλ. <i>mandorla</i> και βενετ. <i>mandolato</i> «αμυγδαλωτό», από όπου το ελλην. [[μαντολάτο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμυγδάλινος]], [[ἀμυγδάλιον]], [[ἀμυγδαλίς]], [[ἀμυγδαλόεις]], <b>νεοελλ.</b> [[αμυγδάλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμυγδαλοκατάκτης]].<br />η (Α [[ἀμυγδαλῆ]])<br />το [[δέντρο]] [[αμυγδαλιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b> | |mltxt=[[ἀμυγδάλη]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[αμύγδαλο]]<br /><b>2.</b> το [[κουκούτσι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Ξένη λ. άγνωστης προελεύσεως. Πιθ. από εβρ. <i>meged</i>’ <i>ē</i><i>l</i> ή <i>magdi</i>’ <i>ē</i><i>l</i> «πολύτιμο [[δώρο]] απ’ το Θεό». Η λατ. λ. <i>amygdala</i> (και <i>amidula</i>, <i>amyndala</i>, <i>amandula</i>) αποτελεί [[δάνειο]] από την Ελληνική. Από τους τύπους της Λατινικής προήλθαν τα γαλλ. <i>amande</i>, γερμ. <i>Mandel</i>, αγγλ. <i>almond</i>, ιταλ. <i>mandorla</i> και βενετ. <i>mandolato</i> «αμυγδαλωτό», από όπου το ελλην. [[μαντολάτο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμυγδάλινος]], [[ἀμυγδάλιον]], [[ἀμυγδαλίς]], [[ἀμυγδαλόεις]], <b>νεοελλ.</b> [[αμυγδάλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμυγδαλοκατάκτης]].<br />η (Α [[ἀμυγδαλῆ]])<br />το [[δέντρο]] [[αμυγδαλιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνήθως στον πληθ.</b> οι [[αμυγδαλές]]<br />αδένες σχήματος αμυγδάλου στη [[βάση]] του ουρανίσκου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «έχω [[αμυγδαλές]]», [[πάσχω]] από [[αμυγδαλίτιδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνηρημένος τ. του <i>αμυγδαλέα</i> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ἀμυγδάλη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμυγδαλίτης]]]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Latest revision as of 14:36, 21 March 2024
English (LSJ)
ἡ,
A almond, Phryn.Com.68, Hp.Vict.2.55, Thphr. HP 1.11.3, Dsc.1.123, Ath.2.52c.
II kernel of peach-stone, Gp.10.14.1.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): dór. ἀμυσγέλα SEG 9.32 (Cirene III a.C.)
• Grafía: graf. ἀμιγ- PNess.3.89.24 (VI a.C.)
• Prosodia: [ᾰ-ᾰ-]
bot.
1 almendra fruto del almendro, Phryn.Com.68, Hp.Vict.2.55, Eup.253, Epich.144, Philyll.26, Pherecr.148, Macho 159, Men.Fr.133, Thphr.HP 1.11.3, AP 6.232 (Crin.), Plin.HN 12.36, Plu.2.233a, PNess.3.89.24 (VI a.C.), Dsc.1.123.
2 almendra, semilla del hueso del melocotón Gp.10.14.1.
3 almendro Dsc.1.123, Plin.HN 16.83, Colum.5.10.20.
• Etimología: Palabra de substrato; cf. la variante ἄμικτον en Hsch.s.u. ἄμυκτον.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
amande.
Étymologie: DELG terme étranger, sans étymologie.
German (Pape)
ἡ, die Mandel (die gewöhnlichste Form des Wortes, Ath. II.39, Ἀρίσταρχος καὶ τὸν καρπὸν καὶ τὸ δένδρον προφέρεται κατ' ὀξεῖαν τάσιν).
Russian (Dvoretsky)
ἀμυγδάλη: ἡ Plut. = ἀμύγδαλον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμυγδάλη: ἡ, = ἀμύγδαλον, Φρύν. Κωμ. Ἄδηλ. 6, κτλ., ἴδε Ἀθήν. 52C, κἑξ.
Greek Monolingual
ἀμυγδάλη, η (Α)
1. αμύγδαλο
2. το κουκούτσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ξένη λ. άγνωστης προελεύσεως. Πιθ. από εβρ. meged’ ēl ή magdi’ ēl «πολύτιμο δώρο απ’ το Θεό». Η λατ. λ. amygdala (και amidula, amyndala, amandula) αποτελεί δάνειο από την Ελληνική. Από τους τύπους της Λατινικής προήλθαν τα γαλλ. amande, γερμ. Mandel, αγγλ. almond, ιταλ. mandorla και βενετ. mandolato «αμυγδαλωτό», από όπου το ελλην. μαντολάτο.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμυγδάλινος, ἀμυγδάλιον, ἀμυγδαλίς, ἀμυγδαλόεις, νεοελλ. αμυγδάλα.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμυγδαλοκατάκτης.
η (Α ἀμυγδαλῆ)
το δέντρο αμυγδαλιά
νεοελλ.
1. συνήθως στον πληθ. οι αμυγδαλές
αδένες σχήματος αμυγδάλου στη βάση του ουρανίσκου
2. φρ. «έχω αμυγδαλές», πάσχω από αμυγδαλίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. του αμυγδαλέα < αρχ. ἀμυγδάλη.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμυγδαλίτης].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: almond (Hp.)
Other forms: ἀμύγδαλον n., ἀμύγδαλος f. (Luk.). Also ἀμυσγέλα, -υλα Cyrene.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: A typical substr. word (note -γδ- which interchanges with -σγ-), which is confirmed by the identification with ἀμιχθαλόεσσα etc. (s.v.); on the interchange see Beekes Pre-Gr. Fur. 140 further compares μύκηρος (s.v.) and Hitt. mitgaimi sweet bread, Luw. id sweet(ened). A loan is Lat. amygdala, also amiddula, amyndala, amandula, from where OHG mandala.
Frisk Etymology German
ἀμυγδάλη: {amugdálē}
Forms: ἀμύγδαλον n. auch ἀμύγδαλος f. (Luk.).
Grammar: f.,
Meaning: Mandel (Kom., Hp., Arist. usw.),
Derivative: Mehrere Ableitungen: ἀμυγδαλίς f. = ἀμυγδάλη (Philox., Plu.), Dem. ἀμυγδάλιον (Hp.). Adjektiva: ἀμυγδάλινος aus Mandel bestehend (X., Thphr.), ἀμυγδάλιος mandelförmig (Pap.), ἀμυγδαλόεις ib. (Nik.), ἀμυγδαλώδης ib. (Thphr.). — ἀμυγδαλέα, -ῆ Mandelbaum (Eup., Hp., Arist., Thphr. usw.), ἀμυγδαλίτης Wolfsmilch (Dsk., Plin., vgl. Redard Les noms grecs en -της 69).
Etymology: Fremdwort unbekannten Ursprungs. Frühere Erklärungsversuche s. Bq. Daraus entlehnt lat. amygdala, auch amiddula, amyndala, amandula, woraus ahd. mandala Mandel.
Page 1,96