προσευρίσκω: Difference between revisions
ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσευρίσκω:''' (aor. 2 προσεῦρον) (еще) находить | |elrutext='''προσευρίσκω:''' (aor. 2 προσεῦρον) (еще) [[находить]] olyb.: π. τινά τινα Soph. находить кого-л. кем(каким)-л. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:25, 21 March 2024
English (LSJ)
find besides, Plb.1.59.6 (Pass.), Ascl.Tact.12.10: simply, find, ὃν.. μόνον π. πιστόν S.El.1352:—Med., Corn.ND19.
German (Pape)
[Seite 763] (s. εὑρίσκω), noch dazu finden; ὃν μόνον προσεῦρον πιστόν, Soph. El. 1344; Pol. 1, 59, 6.
French (Bailly abrégé)
ao.2 προσεῦρον, etc.
trouver ou imaginer en outre.
Étymologie: πρός, εὑρίσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-ευρίσκω erbij vinden.
Russian (Dvoretsky)
προσευρίσκω: (aor. 2 προσεῦρον) (еще) находить olyb.: π. τινά τινα Soph. находить кого-л. кем(каким)-л.
Greek Monolingual
Α
1. εφευρίσκω, επινοώ κάτι ακόμη («εἰς τὰ κοινὰ φιλοτιμίαν καὶ γενναιότητα προσευρέθη ἡ πρὸς τὴν συντέλειαν», Πολ.)
2. βρίσκω («ὃν μόνον προσεῡρον πιστόν», Σοφ.).
Greek Monotonic
προσευρίσκω: μέλ. -ευρήσω, βρίσκω επιπλέον ή ακόμη, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
προσευρίσκω: εὑρίσκω προσέτι, Πολύβ. 1. 59, 6, κτλ.˙ ἁπλῶς εὑρίσκω, ὅν... μόνον πρ. πιστὸν Σοφ. Ἠλ. 1352.