καράκαλλον: Difference between revisions
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3") |
m (elru replacement) |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καράκαλλον:''' τό (лат. [[caracalla]]) | |elrutext='''καράκαλλον:''' τό (лат. [[caracalla]]) плащ Anth. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 22:08, 21 March 2024
English (LSJ)
[ρᾰ], τό, hood, AP11.345, Edict.Diocl.26.120:—Dim. καρακάλλιον, τό, Sammelb.7033.37 (v A.D.), PMasp.6ii64(vi A.D.), Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1325] τό, dasselbe, Pallad. (IX, 345), caracalla, cuculla.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sorte de manteau avec capuchon.
Étymologie: κάρα ; cf. lat. caracalla.
Russian (Dvoretsky)
καράκαλλον: τό (лат. caracalla) плащ Anth.
Greek (Liddell-Scott)
καράκαλλον: τό, κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, κουκοῦλα, κουκούλιον, Λατ. caracalla, Ἀνθ. Π. 11. 345.
Greek Monolingual
καράκαλλον, τὸ και καρακάλλα, ἡ (Α)
1. είδος κοντού ρωμαϊκού ενδύματος με κουκούλα, το οποίο κάλυπτε τον κορμό ώς τη μέση τών μηρών, καπότα, κάπα
2. είδος κοντού επενδύτη που φορούσαν οι Γαλάτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. caracalla. Τόσο η λ. όσο και το αντικείμενο είναι γαλατικής προελεύσεως].
Greek Monotonic
καράκαλλον: τό, κουκούλα, Λατ. caracalla, σε Ανθ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: cap (AP, Edict. Diocl.)
Derivatives: καρακάλλιον (pap. V-VIp)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.
Etymology: From Lat. caracalla; prob. orig. Gaulic, s. W.-Hofmann s. v.
Middle Liddell
καράκαλλον, ου, τό,
a hood, Lat. caracalla, Anth.
Frisk Etymology German
καράκαλλον: (AP, Edict. Diocl.),
{karákallon}
Forms: καρακάλλιον (Pap. V-VIp)
Grammar: n.
Meaning: Kapuze.
Etymology: Aus lat. caracalla; wohl urspr. gallisch, s. W.-Hofmann s. v.
Page 1,786