ὀκλαδίας: Difference between revisions
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
(Bailly1_4) |
m (elru replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=okladias | |Transliteration C=okladias | ||
|Beta Code=o)kladi/as | |Beta Code=o)kladi/as | ||
|Definition=ου, ὁ, | |Definition=-ου, ὁ, [[folding-chair]], [[camp-stool]], IG12.282.119, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''1384,1386, Luc.''Lex.''6; δίφρος ὀ. Paus.1.27.1, Heraclid. Pont. ap.Ath.12.512c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0315.png Seite 315]] [[θρόνος]], ὁ, ein Klappstuhl, Feldstuhl, den man zusammenlegen kann, Poll. 10, 47; vgl. E. M. 518, 29; [[δίφρος]], Ath. XII, 512 a, wo man sieht, daß sich die reichen Athener solche Stühle nachtragen ließen, ἵνα μὴ καθίζοιεν ὡς ἔτυχεν; vgl. Ar. Equ. 1381, wo ohne Zusatz steht ἔχε νῦν ἐπὶ τούτοις τουτονὶ τὸν ὀκλαδίαν καὶ παιδ' ένόρχην, [[ὅςπερ]] οἴσει τόνδε σοι; καὶ ἀσκάνται κεῖνται, Luc. Lexiphan. 6; Paus. 1, 27, 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0315.png Seite 315]] [[θρόνος]], ὁ, ein Klappstuhl, Feldstuhl, den man zusammenlegen kann, Poll. 10, 47; vgl. E. M. 518, 29; [[δίφρος]], Ath. XII, 512 a, wo man sieht, daß sich die reichen Athener solche Stühle nachtragen ließen, ἵνα μὴ καθίζοιεν ὡς ἔτυχεν; vgl. Ar. Equ. 1381, wo ohne Zusatz steht ἔχε νῦν ἐπὶ τούτοις τουτονὶ τὸν ὀκλαδίαν καὶ παιδ' ένόρχην, [[ὅςπερ]] οἴσει τόνδε σοι; καὶ ἀσκάνται κεῖνται, Luc. Lexiphan. 6; Paus. 1, 27, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[ὀκλαδίας]] [[δίφρος]] <i>ou subst.</i> ὁ [[ὀκλαδίας]], chaise pliante, pliant.<br />'''Étymologie:''' [[ὀκλάζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀκλᾰδίᾱς:''' ου ὁ (sc. [[θρόνος]]) складной стул Arph., Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀκλᾰδίας''': ὁ, ([[ὀκλάζω]]) [[κάθισμα]] συγκλειόμενον καὶ ἀνοιγόμενον, ὡς τὸ [[σκίμπους]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 1384. 1386, Λουκ. Λεξιφ. 6· [[δίφρος]] ὀκλ. Παυσ. 1. 27, 1, Ἀθήν. 512C, | |lstext='''ὀκλᾰδίας''': ὁ, ([[ὀκλάζω]]) [[κάθισμα]] συγκλειόμενον καὶ ἀνοιγόμενον, ὡς τὸ [[σκίμπους]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 1384. 1386, Λουκ. Λεξιφ. 6· [[δίφρος]] ὀκλ. Παυσ. 1. 27, 1, Ἀθήν. 512C, Πολυδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὀκλαδίας]]· [[θρόνος]] [[πτυκτός]], [[δίφρος]] [[ταπεινός]], ὃν οἱ ἀκόλουθοι φέρονται τοῖς εἰς τὰς ἀγορὰς ἐξιοῦσι πλουσίοις καὶ πεποίηται [[τοὔνομα]] παρὰ τὸ (ὠ)κλάσθα», - κατὰ τὸν Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1384, «ὀκλαδίαν δίφρον συγκεκλασμένον, καὶ ποτὲ μὲν ἐντεινόμενον ποτὲ δὲ συστελλόμενον». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ὀκλαδίας]])<br />(στην αρχ. [[Ελλάδα]]) [[είδος]] μικρού πτυσσόμενου καθίσματος το οποίο, σύμφωνα με την [[παράδοση]], επινοήθηκε από τον μυθικό Δαίδαλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[οκλάζω]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀκλᾰδίας:''' ὁ ([[ὀκλάζω]]), αναδιπλούμενο [[κάθισμα]], πτυσσόμενη [[καρέκλα]] [[χωρίς]] [[μπράτσα]], που χρησιμοποιούνταν σε υπαίθρια καταλύματα, σε στρατόπεδα κ.λπ., σε Αριστοφ. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[ὀκλάζω]]<br />a folding-[[chair]], [[camp]]-[[stool]], Ar. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:10, 21 March 2024
English (LSJ)
-ου, ὁ, folding-chair, camp-stool, IG12.282.119, Ar.Eq.1384,1386, Luc.Lex.6; δίφρος ὀ. Paus.1.27.1, Heraclid. Pont. ap.Ath.12.512c.
German (Pape)
[Seite 315] θρόνος, ὁ, ein Klappstuhl, Feldstuhl, den man zusammenlegen kann, Poll. 10, 47; vgl. E. M. 518, 29; δίφρος, Ath. XII, 512 a, wo man sieht, daß sich die reichen Athener solche Stühle nachtragen ließen, ἵνα μὴ καθίζοιεν ὡς ἔτυχεν; vgl. Ar. Equ. 1381, wo ohne Zusatz steht ἔχε νῦν ἐπὶ τούτοις τουτονὶ τὸν ὀκλαδίαν καὶ παιδ' ένόρχην, ὅςπερ οἴσει τόνδε σοι; καὶ ἀσκάνται κεῖνται, Luc. Lexiphan. 6; Paus. 1, 27, 1.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
ὀκλαδίας δίφρος ou subst. ὁ ὀκλαδίας, chaise pliante, pliant.
Étymologie: ὀκλάζω.
Russian (Dvoretsky)
ὀκλᾰδίᾱς: ου ὁ (sc. θρόνος) складной стул Arph., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκλᾰδίας: ὁ, (ὀκλάζω) κάθισμα συγκλειόμενον καὶ ἀνοιγόμενον, ὡς τὸ σκίμπους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1384. 1386, Λουκ. Λεξιφ. 6· δίφρος ὀκλ. Παυσ. 1. 27, 1, Ἀθήν. 512C, Πολυδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀκλαδίας· θρόνος πτυκτός, δίφρος ταπεινός, ὃν οἱ ἀκόλουθοι φέρονται τοῖς εἰς τὰς ἀγορὰς ἐξιοῦσι πλουσίοις καὶ πεποίηται τοὔνομα παρὰ τὸ (ὠ)κλάσθα», - κατὰ τὸν Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1384, «ὀκλαδίαν δίφρον συγκεκλασμένον, καὶ ποτὲ μὲν ἐντεινόμενον ποτὲ δὲ συστελλόμενον».
Greek Monolingual
ο (Α ὀκλαδίας)
(στην αρχ. Ελλάδα) είδος μικρού πτυσσόμενου καθίσματος το οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, επινοήθηκε από τον μυθικό Δαίδαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οκλάζω].
Greek Monotonic
ὀκλᾰδίας: ὁ (ὀκλάζω), αναδιπλούμενο κάθισμα, πτυσσόμενη καρέκλα χωρίς μπράτσα, που χρησιμοποιούνταν σε υπαίθρια καταλύματα, σε στρατόπεδα κ.λπ., σε Αριστοφ.