Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιπόγαμος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
(5)
m (Text replacement - "E., ''Or.''" to "E.''Or.''")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lipogamos
|Transliteration C=lipogamos
|Beta Code=lipo/gamos
|Beta Code=lipo/gamos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">having abandoned her marriage ties</b>, <b class="b3">λ</b>. <b class="b2">the adulteress</b>, of Helen, <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>1305</span> (lyr.); cf. [[λιπεσάνωρ]].</span>
|Definition=λιπόγαμον, [[having abandoned her marriage ties]], ἡ λιπόγαμος the [[adulteress]], of [[Helen]], [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''1305 (lyr.); cf. [[λιπεσάνωρ]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0051.png Seite 51]] die Ehe verlassend, Eur. Or. 1305.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0051.png Seite 51]] die Ehe verlassend, Eur. Or. 1305.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui abandonne son époux]].<br />'''Étymologie:''' [[λείπω]], [[γάμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῐπόγᾰμος:''' [[покидающий супруга]], [[расторгающий брачные узы]] (''[[sc.]]'' [[Ἑλένη]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐπόγᾰμος''': -ον, ἡ καταλιποῦσα τοὺς δεσμοὺς τοῦ γάμου, ἡ λ., ἡ [[μοιχαλίς]], ἐπὶ τῆς Ἑλένης, Εὐρ. Ὀρ. 1305· πρβλ. [[λιπεσήνωρ]].
|lstext='''λῐπόγᾰμος''': -ον, ἡ καταλιποῦσα τοὺς δεσμοὺς τοῦ γάμου, ἡ λ., ἡ [[μοιχαλίς]], ἐπὶ τῆς Ἑλένης, Εὐρ. Ὀρ. 1305· πρβλ. [[λιπεσήνωρ]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui abandonne son époux.<br />'''Étymologie:''' [[λείπω]], [[γάμος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιπόγαμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εγκατέλειψε τους δεσμούς του γάμου, τη συζυγική [[κοίτη]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> (για την Ελένη) <i>ή [[λιπόγαμος]]<br />η [[μοιχαλίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γάμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γάμος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πικρό</i>-<i>γαμος</i>, <i>φιλό</i>-<i>γαμος</i>].
|mltxt=[[λιπόγαμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εγκατέλειψε τους δεσμούς του γάμου, τη συζυγική [[κοίτη]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> (για την Ελένη) <i>ή [[λιπόγαμος]]<br />η [[μοιχαλίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γάμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γάμος]]), [[πρβλ]]. [[πικρόγαμος]], [[φιλόγαμος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐπόγᾰμος:''' -ον, αυτή που έχει εγκαταλείψει τους δεσμούς του γάμου, λέγεται για την Ελένη, σε Ευρ.
|lsmtext='''λῐπόγᾰμος:''' -ον, αυτή που έχει εγκαταλείψει τους δεσμούς του γάμου, λέγεται για την Ελένη, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐπό-γᾰμος, ον<br />having [[abandoned]] her [[marriage]] ties, of Helen, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 20:41, 22 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπόγᾰμος Medium diacritics: λιπόγαμος Low diacritics: λιπόγαμος Capitals: ΛΙΠΟΓΑΜΟΣ
Transliteration A: lipógamos Transliteration B: lipogamos Transliteration C: lipogamos Beta Code: lipo/gamos

English (LSJ)

λιπόγαμον, having abandoned her marriage ties, ἡ λιπόγαμος the adulteress, of Helen, E.Or.1305 (lyr.); cf. λιπεσάνωρ.

German (Pape)

[Seite 51] die Ehe verlassend, Eur. Or. 1305.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui abandonne son époux.
Étymologie: λείπω, γάμος.

Russian (Dvoretsky)

λῐπόγᾰμος: покидающий супруга, расторгающий брачные узы (sc. Ἑλένη Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόγᾰμος: -ον, ἡ καταλιποῦσα τοὺς δεσμοὺς τοῦ γάμου, ἡ λ., ἡ μοιχαλίς, ἐπὶ τῆς Ἑλένης, Εὐρ. Ὀρ. 1305· πρβλ. λιπεσήνωρ.

Greek Monolingual

λιπόγαμος, -ον (Α)
1. αυτός που εγκατέλειψε τους δεσμούς του γάμου, τη συζυγική κοίτη
2. το θηλ. ως ουσ. (για την Ελένη) ή λιπόγαμος
η μοιχαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -γάμος (< γάμος), πρβλ. πικρόγαμος, φιλόγαμος].

Greek Monotonic

λῐπόγᾰμος: -ον, αυτή που έχει εγκαταλείψει τους δεσμούς του γάμου, λέγεται για την Ελένη, σε Ευρ.

Middle Liddell

λῐπό-γᾰμος, ον
having abandoned her marriage ties, of Helen, Eur.