παυσανίας: Difference between revisions
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
(c2) |
|||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pafsanias | |Transliteration C=pafsanias | ||
|Beta Code=pausani/as | |Beta Code=pausani/as | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῐ], ου, ὁ, [[allayer of sorrow]], [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''887 (ubi leg. <b class="b3">π. κάκ' Ἀτρειδᾶν</b> [[allaying the sorrows]] of the A.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0538.png Seite 538]] ὁ, Schmerzenstiller, Sorgenstiller, Soph. frg. 765 beim Schol. Ar. Nubb. 1162. S. nom. pr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0538.png Seite 538]] ὁ, Schmerzenstiller, Sorgenstiller, Soph. frg. 765 beim Schol. Ar. Nubb. 1162. S. nom. pr. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παυσᾰνίας:''' ου (ῐ) ὁ [[успокаивающий горе]], [[утолитель скорбей]] Soph. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παυσᾰνίας''': -ου, ὁ, ὁ παύων τὴν ἀνίαν, καταπαύων τὴν λύπην, ὡς τὸ [[λυσανίας]], Σοφ. Ἀποσπ. 765. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />σκωπτικά, αυτός που απολύθηκε, που παύθηκε από την [[υπηρεσία]] του<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καταπαύει, σταματάει τη [[λύπη]], που ανακουφίζει τη [[θλίψη]] («[[παυσανίας]] κάκ' Ἀτρειδᾱν» — αυτός που ανακουφίζει τις λύπες τών Ατρειδών, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]], <span style="color: red;"><</span> θ. <i>παυσ</i>(<i>ι</i>)- του [[παύω]] (<b>πρβλ.</b> [[παῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἀνία]], [[πρβλ]]. [[λυσανίας]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:50, 23 March 2024
English (LSJ)
[ῐ], ου, ὁ, allayer of sorrow, S.Fr.887 (ubi leg. π. κάκ' Ἀτρειδᾶν allaying the sorrows of the A.).
German (Pape)
[Seite 538] ὁ, Schmerzenstiller, Sorgenstiller, Soph. frg. 765 beim Schol. Ar. Nubb. 1162. S. nom. pr.
Russian (Dvoretsky)
παυσᾰνίας: ου (ῐ) ὁ успокаивающий горе, утолитель скорбей Soph.
Greek (Liddell-Scott)
παυσᾰνίας: -ου, ὁ, ὁ παύων τὴν ἀνίαν, καταπαύων τὴν λύπην, ὡς τὸ λυσανίας, Σοφ. Ἀποσπ. 765.
Greek Monolingual
ὁ, ΝΑ
νεοελλ.
σκωπτικά, αυτός που απολύθηκε, που παύθηκε από την υπηρεσία του
αρχ.
αυτός που καταπαύει, σταματάει τη λύπη, που ανακουφίζει τη θλίψη («παυσανίας κάκ' Ἀτρειδᾱν» — αυτός που ανακουφίζει τις λύπες τών Ατρειδών, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + ἀνία, πρβλ. λυσανίας].