καταρκέω: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katarkeo
|Transliteration C=katarkeo
|Beta Code=katarke/w
|Beta Code=katarke/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> to [[be fully sufficient]], Χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἑωυτῇ παρέχουσα <span class="bibl">Hdt.1.32</span>; ἐμοὶ δὲ φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>447</span>; πρὸς τὰς παρασκευάς <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>1.29c</span>: impers., [[it is enough]], καταρκεῖ τοῦδε κεκλῆσθαι πατρός <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>86</span>.</span>
|Definition=to [[be fully sufficient]], Χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἑωυτῇ παρέχουσα [[Herodotus|Hdt.]]1.32; ἐμοὶ δὲ φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει E.''Rh.''447; πρὸς τὰς παρασκευάς Jul.''Or.''1.29c: impers., [[it is enough]], καταρκεῖ τοῦδε κεκλῆσθαι πατρός [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''86.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1374.png Seite 1374]] = simpl.; c. partic., Her. 1, 32; imperf., = ἀπόχρη, Soph. frg. 107; ἐμοὶ δὲ φῶς καταρκέσει Eur. Rhes. 447.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1374.png Seite 1374]] = simpl.; c. partic., Her. 1, 32; imperf., = ἀπόχρη, Soph. frg. 107; ἐμοὶ δὲ φῶς καταρκέσει Eur. Rhes. 447.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''καταρκέω''': Ἰων. καὶ Τραγ., εἶμαι ἐντελῶς [[ἀρκετός]], [[μετὰ]] μετοχ., χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἐωυτῇ παρέχουσα Ἡρόδ. 1. 32· ἐμοὶ δὲ φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει Εὐρ. Ρῆσ. 447·- ἀπροσ., [[εἶναι]] ἀρκετόν, ἀρκεῖ, ἐξαρκεῖ (ἀπόχρη), καταρκεῖ τοῦδε κεκλῆσθαι πατρὸς Σοφ. Ἀποσπ. 107.
|btext=[[καταρκῶ]] :<br />suffire largement ; avec un part. suffire à faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀρκέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-αρκέω geheel voldoende zijn, met nom. en ptc.: χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἑωυτῇ παρέχουσα geen enkel land is volledig in staat in zijn eigen behoeften te voorzien Hdt. 1.32.8.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=-ῶ :<br />suffire largement ; avec un part. suffire à faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀρκέω]].
|elrutext='''καταρκέω:''' [[быть вполне достаточным]]: [[χώρη]] [[οὐδεμία]] καταρκέει πάντα ἑωυτῇ παρέχουσα Her. ни один край не является вполне самодовлеющим; ἐμοὶ [[φῶς]] ἓν ἡλίου καταρκέσει Eur. мне хватит одного дня; καταρκεῖ impers. Soph. достаточно.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταρκέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>, είμαι [[ολότελα]] [[αυτάρκης]], σε Ηρόδ., Ευρ.
|lsmtext='''καταρκέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>, είμαι [[ολότελα]] [[αυτάρκης]], σε Ηρόδ., Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταρκέω:''' быть вполне достаточным: [[χώρη]] [[οὐδεμία]] καταρκέει πάντα ἑωυτῇ παρέχουσα Her. ни один край не является вполне самодовлеющим; ἐμοὶ [[φῶς]] ἓν ἡλίου καταρκέσει Eur. мне хватит одного дня; καταρκεῖ impers. Soph. достаточно.
|lstext='''καταρκέω''': Ἰων. καὶ Τραγ., εἶμαι ἐντελῶς [[ἀρκετός]], μετὰ μετοχ., χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἐωυτῇ παρέχουσα Ἡρόδ. 1. 32· ἐμοὶ δὲ φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει Εὐρ. Ρῆσ. 447·- ἀπροσ., [[εἶναι]] ἀρκετόν, ἀρκεῖ, ἐξαρκεῖ (ἀπόχρη), καταρκεῖ τοῦδε κεκλῆσθαι πατρὸς Σοφ. Ἀποσπ. 107.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-αρκέω geheel voldoende zijn, met nom. en ptc.: χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἑωυτῇ παρέχουσα geen enkel land is volledig in staat in zijn eigen behoeften te voorzien Hdt. 1.32.8.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. έσω<br />to be [[fully]] [[sufficient]], Hdt., Eur.
|mdlsjtxt=fut. έσω<br />to be [[fully]] [[sufficient]], Hdt., Eur.
}}
}}

Latest revision as of 09:55, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρκέω Medium diacritics: καταρκέω Low diacritics: καταρκέω Capitals: ΚΑΤΑΡΚΕΩ
Transliteration A: katarkéō Transliteration B: katarkeō Transliteration C: katarkeo Beta Code: katarke/w

English (LSJ)

to be fully sufficient, Χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἑωυτῇ παρέχουσα Hdt.1.32; ἐμοὶ δὲ φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει E.Rh.447; πρὸς τὰς παρασκευάς Jul.Or.1.29c: impers., it is enough, καταρκεῖ τοῦδε κεκλῆσθαι πατρός S.Fr.86.

German (Pape)

[Seite 1374] = simpl.; c. partic., Her. 1, 32; imperf., = ἀπόχρη, Soph. frg. 107; ἐμοὶ δὲ φῶς καταρκέσει Eur. Rhes. 447.

French (Bailly abrégé)

καταρκῶ :
suffire largement ; avec un part. suffire à faire qch.
Étymologie: κατά, ἀρκέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αρκέω geheel voldoende zijn, met nom. en ptc.: χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἑωυτῇ παρέχουσα geen enkel land is volledig in staat in zijn eigen behoeften te voorzien Hdt. 1.32.8.

Russian (Dvoretsky)

καταρκέω: быть вполне достаточным: χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἑωυτῇ παρέχουσα Her. ни один край не является вполне самодовлеющим; ἐμοὶ φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει Eur. мне хватит одного дня; καταρκεῖ impers. Soph. достаточно.

Greek Monotonic

καταρκέω: μέλ. -έσω, είμαι ολότελα αυτάρκης, σε Ηρόδ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

καταρκέω: Ἰων. καὶ Τραγ., εἶμαι ἐντελῶς ἀρκετός, μετὰ μετοχ., χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἐωυτῇ παρέχουσα Ἡρόδ. 1. 32· ἐμοὶ δὲ φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει Εὐρ. Ρῆσ. 447·- ἀπροσ., εἶναι ἀρκετόν, ἀρκεῖ, ἐξαρκεῖ (ἀπόχρη), καταρκεῖ τοῦδε κεκλῆσθαι πατρὸς Σοφ. Ἀποσπ. 107.

Middle Liddell

fut. έσω
to be fully sufficient, Hdt., Eur.