Ἴστρος: Difference between revisions
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
|||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Istros | |Transliteration C=Istros | ||
|Beta Code=*)/istros | |Beta Code=*)/istros | ||
|Definition=ὁ, [[Ister]], [[Danube]], | |Definition=ὁ, [[Ister]], [[Danube]], Hes.''Th.''339, etc.; Ἴστρος, ἡ, [[Milesian colony at its mouth]], St.Byz.; also called [[Ἰστρία]], ἡ, Arr. ap. eund., Ion. [[Ἰστρίη]], [[Herodotus|Hdt.]]2.33:—Adj. Ἰστριᾱνός, Ion. [[Ἰστριηνός]], ή, όν, of or from [[Istria]], [[Herodotus|Hdt.]]4.78, St.Byz., etc.; <b class="b3">Ἰστριανὰ πρόσωπα</b> [[tattooed]] masks, like the faces of Scythian slaves, Ar.''Fr.''88; <b class="b3">Ἰστριαναὶ ζειραί</b> ''Scythian'' tunics, prob. for <b class="b3">ἰσπνιᾶται σειραί</b> (glossed [[ἰστρηνίδες]]), Theognost. ''Can.''14; [[ἰστριανά]], τά, covers for the baskets carried by [[κανηφόροι]], Poll.10.191:—fem. Ἰστριᾱνίδες, of these garments and covers, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; but also [[Ἰστριανίδων]] ὕφη [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''210.67. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />l'Ister (<i>auj.</i> le Danube). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Ἴστρος:'''<br /><b class="num">I</b> ὁ [[Истр]] (древнее название р. Дунай) Hes., Her., Arst. etc.<br /><b class="num">II</b> ἡ Arst. = [[Ἰστρίη]].<br /><b class="num">III</b> ὁ [[Истр]] (вначале раб Каллимаха, историк Аттики - 2-ая половина III в. до н. э.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ἴστρος''': ὁ, ὁ Δανούβιος [[ποταμός]], κοινῶς «Δούναβις», πρῶτον παρ’ Ἡσ. Θ. 339· - ἐπίθετ. Ἰστριᾱνός, Ἰων. -ηνός, ή, όν, ἐκ τοῦ Ἴστρου, [[Σκυθικός]], Ἡρόδ. 4. 78, κτλ.· Ἰστριανὰ πρόσωπα, προσωπεῖα κατάστικτα, ὁμοιάζοντα πρὸς τὰ πρόσωπα τῶν Σκυθῶν δούλων, Ἡσύχ. ἐν λ. (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 44)· Ἰστριαναὶ ζειραί, χιτῶνες Σκυθικοὶ κεχρωματισμένοι διὰ ζωηρῶν χρωμάτων, Θεόγνωστ. ἐν Λοβ. Ἀγλαοφ. 1258· Ἰστριᾱνίδες παρ’ Ἡσυχ. | |lstext='''Ἴστρος''': ὁ, ὁ Δανούβιος [[ποταμός]], κοινῶς «Δούναβις», πρῶτον παρ’ Ἡσ. Θ. 339· - ἐπίθετ. Ἰστριᾱνός, Ἰων. -ηνός, ή, όν, ἐκ τοῦ Ἴστρου, [[Σκυθικός]], Ἡρόδ. 4. 78, κτλ.· Ἰστριανὰ πρόσωπα, προσωπεῖα κατάστικτα, ὁμοιάζοντα πρὸς τὰ πρόσωπα τῶν Σκυθῶν δούλων, Ἡσύχ. ἐν λ. (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 44)· Ἰστριαναὶ ζειραί, χιτῶνες Σκυθικοὶ κεχρωματισμένοι διὰ ζωηρῶν χρωμάτων, Θεόγνωστ. ἐν Λοβ. Ἀγλαοφ. 1258· Ἰστριᾱνίδες παρ’ Ἡσυχ. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[Ἴστρος]] [[Danube]] ἐλαίας, [[τάν]] ποτε Ἴστρου ἀπὸ σκιαρᾶν παγᾶν ἔνεικεν Ἀμφιτρυωνιάδας (O. 3.14) ἐς Ἴστρον ἐλαύνων (sc. [[Ἀπόλλων]], to the Hyberboreans) (O. 8.47) | |sltr=[[Ἴστρος]] [[Danube]] ἐλαίας, [[τάν]] ποτε Ἴστρου ἀπὸ σκιαρᾶν παγᾶν ἔνεικεν Ἀμφιτρυωνιάδας (O. 3.14) ἐς Ἴστρον ἐλαύνων (''[[sc.]]'' [[Ἀπόλλων]], to the Hyberboreans) (O. 8.47) | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:00, 23 March 2024
English (LSJ)
ὁ, Ister, Danube, Hes.Th.339, etc.; Ἴστρος, ἡ, Milesian colony at its mouth, St.Byz.; also called Ἰστρία, ἡ, Arr. ap. eund., Ion. Ἰστρίη, Hdt.2.33:—Adj. Ἰστριᾱνός, Ion. Ἰστριηνός, ή, όν, of or from Istria, Hdt.4.78, St.Byz., etc.; Ἰστριανὰ πρόσωπα tattooed masks, like the faces of Scythian slaves, Ar.Fr.88; Ἰστριαναὶ ζειραί Scythian tunics, prob. for ἰσπνιᾶται σειραί (glossed ἰστρηνίδες), Theognost. Can.14; ἰστριανά, τά, covers for the baskets carried by κανηφόροι, Poll.10.191:—fem. Ἰστριᾱνίδες, of these garments and covers, Hsch.; but also Ἰστριανίδων ὕφη S.Fr.210.67.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
l'Ister (auj. le Danube).
Russian (Dvoretsky)
Ἴστρος:
I ὁ Истр (древнее название р. Дунай) Hes., Her., Arst. etc.
II ἡ Arst. = Ἰστρίη.
III ὁ Истр (вначале раб Каллимаха, историк Аттики - 2-ая половина III в. до н. э.).
Greek (Liddell-Scott)
Ἴστρος: ὁ, ὁ Δανούβιος ποταμός, κοινῶς «Δούναβις», πρῶτον παρ’ Ἡσ. Θ. 339· - ἐπίθετ. Ἰστριᾱνός, Ἰων. -ηνός, ή, όν, ἐκ τοῦ Ἴστρου, Σκυθικός, Ἡρόδ. 4. 78, κτλ.· Ἰστριανὰ πρόσωπα, προσωπεῖα κατάστικτα, ὁμοιάζοντα πρὸς τὰ πρόσωπα τῶν Σκυθῶν δούλων, Ἡσύχ. ἐν λ. (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 44)· Ἰστριαναὶ ζειραί, χιτῶνες Σκυθικοὶ κεχρωματισμένοι διὰ ζωηρῶν χρωμάτων, Θεόγνωστ. ἐν Λοβ. Ἀγλαοφ. 1258· Ἰστριᾱνίδες παρ’ Ἡσυχ.
English (Slater)
Ἴστρος Danube ἐλαίας, τάν ποτε Ἴστρου ἀπὸ σκιαρᾶν παγᾶν ἔνεικεν Ἀμφιτρυωνιάδας (O. 3.14) ἐς Ἴστρον ἐλαύνων (sc. Ἀπόλλων, to the Hyberboreans) (O. 8.47)