κυρίως: Difference between revisions
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
(5) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(26 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kyrios | |Transliteration C=kyrios | ||
|Beta Code=kuri/ws | |Beta Code=kuri/ws | ||
|Definition=Adv. of | |Definition=Adv. of [[κύριος]],<br><span class="bld">A</span> [[like a lord]] or [[master]], [[with full authority]], τὰς πόλεις κ. παρείληφεν Isoc.4.137; κ. ζημιοῦν Arist.''Ath.''3.6, ''SIG''1004.11 (Oropus, iv B.C.).<br><span class="bld">II</span> [[surely]], [[by fixed decree]], A.''Ch.''785 (lyr.).<br><span class="bld">2</span> [[regularly]], [[lawfully]], <b class="b3">κ. ἔχειν</b> to be [[fixed]], [[hold good]], Id.''Ag.''178 (lyr.), Is.7.26; κ. γίγνεσθαι [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''925c; <b class="b3">κ. αἰτεῖσθαι</b>, [[suo jure]], S.''Ph.''63; δόντος τοῦ πατρός D.36.32.<br><span class="bld">III</span> [[precisely]], [[exactly]], διόψεσθαι τὸ ἀληθές Pl.''Prm.''136c.<br><span class="bld">IV</span> [[properly]], πρώτως καὶ κ. [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1157a31; <b class="b3">τὸ κ. [ἓν καὶ εἶναι]</b> Id.''de An.''412b9; especially of words, [[in the proper sense]], opp. [[μεταφορᾷ]] or κατὰ μεταφοράν, κ. κατά τινος κατηγορεῖσθαι Id.''Top.''123a35, cf. 139b36; κ. λέγεσθαι Id.''Metaph.''1015a14, cf. Str. 3.5.5, Phld.''Po.''5.19, etc.; ἡ λέξις αὕτη τοῦτο σημαίνει κ. Plb.2.22.1; [[properly speaking]], D.T.632.23: Comp. κυριώτερον, λέγεσθαι [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]'' 1098a6: Sup. κυριώτατα, λέγεσθαι Id.''Cat.''14a27.<br><span class="bld">V</span> [[in a special]] (i.e. exceptional) [[sense]], Olymp.''in Mete.''306.29. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> [[en maître]], [[avec autorité]];<br /><b>2</b> [[avec force de loi]], [[de plein droit]], [[légitimement]], [[régulièrement]];<br /><b>3</b> [[dans le sens propre]], [[proprement]].<br />'''Étymologie:''' [[κύριος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῡρίως:'''<br /><b class="num">1</b> [[повелительно]], [[властно]] (πόλεις τινὰς παραλαβεῖν Isocr.);<br /><b class="num">2</b> [[законным образом]], [[по праву]], [[справедливо]] (αἰτεῖσθαι Soph.; ὁ [[κλῆρος]] γιγνέσθω κ. Plat.);<br /><b class="num">3</b> [[в собственном смысле слова]] (λέγεσθαι Arst.); собственно (σημαίνειν Polyb.);<br /><b class="num">4</b> [[полностью]], [[целиком]], [[вполне]] (διόψεσθαι [[τἀληθές]] Plat.);<br /><b class="num">5</b> [[подлинно]], [[в действительности]] (φαίνεσθαι κατὰ τὴν αἴσθησιν Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῡρίως''': Ἐπίρρ. τοῦ [[κύριος]], ὡς [[κύριος]] ἢ [[δεσπότης]], μετ’ ἐξουσίας, Αἰσχύλ. Χο. 685, Ἰσοκρ. 68Ε. ΙΙ. κανονικῶς, [[ὁμαλῶς]], νομίμως, [[προσηκόντως]], διὰ νόμου, κ. ἔχω, εἶμαι ὡρισμένος, [[ἰσχύω]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 178, Ἰσαῖ. 66. 9· οὕτω, κ. γενέσθαι Πλάτ. Νόμ. 925C· κ. καὶ [[πρώτως]] Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 4, 4· τὸ κ. ἓν ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 2. 1, 7, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]], κ. αἰτεῖσθαι, δικαιωματικῶς, Σοφ. Φιλ. 63· δοῦναι Δημ. 954. 20. ΙΙΙ. ἀκριβῶς, «σωστά», Πλάτ. Παρμ. 136C, κτλ. IV. ἐπὶ λέξεων, κατὰ τὴν σημασίαν αὐτῶν, τὴν συνήθη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μεταφορᾷ ἢ κατὰ μεταφοράν, Ἀριστ. Τοπ. 4. 3, 4., 6. 2, 3, Μεταφ. 4. 4, 8, κ. ἀλλ.· συγκρ. κυριώτερον λέγεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 1. 7, 13, κτλ. | |lstext='''κῡρίως''': Ἐπίρρ. τοῦ [[κύριος]], ὡς [[κύριος]] ἢ [[δεσπότης]], μετ’ ἐξουσίας, Αἰσχύλ. Χο. 685, Ἰσοκρ. 68Ε. ΙΙ. κανονικῶς, [[ὁμαλῶς]], νομίμως, [[προσηκόντως]], διὰ νόμου, κ. ἔχω, εἶμαι ὡρισμένος, [[ἰσχύω]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 178, Ἰσαῖ. 66. 9· οὕτω, κ. γενέσθαι Πλάτ. Νόμ. 925C· κ. καὶ [[πρώτως]] Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 4, 4· τὸ κ. ἓν ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 2. 1, 7, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]], κ. αἰτεῖσθαι, δικαιωματικῶς, Σοφ. Φιλ. 63· δοῦναι Δημ. 954. 20. ΙΙΙ. ἀκριβῶς, «σωστά», Πλάτ. Παρμ. 136C, κτλ. IV. ἐπὶ λέξεων, κατὰ τὴν σημασίαν αὐτῶν, τὴν συνήθη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μεταφορᾷ ἢ κατὰ μεταφοράν, Ἀριστ. Τοπ. 4. 3, 4., 6. 2, 3, Μεταφ. 4. 4, 8, κ. ἀλλ.· συγκρ. κυριώτερον λέγεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 1. 7, 13, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κῡρίως:''' επίρρ. του [[κύριος]],<br /><b class="num">I.</b> όπως [[ένας]] άρχονας ή [[αφέντης]], επιβλητικά, έγκυρα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> κανονικά, πρωταρχικά, εύλογα, [[νόμιμα]], <i>κ. ἔχειν</i>, είμαι ορισμένος, [[ισχύω]], στον ίδ.· <i>κ. αἰτεῖσθαι</i>, sue [[jure]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για λέξεις, με την αρχική τους [[σημασία]], σε Αριστ. | |lsmtext='''κῡρίως:''' επίρρ. του [[κύριος]],<br /><b class="num">I.</b> όπως [[ένας]] άρχονας ή [[αφέντης]], επιβλητικά, έγκυρα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> κανονικά, πρωταρχικά, εύλογα, [[νόμιμα]], <i>κ. ἔχειν</i>, είμαι ορισμένος, [[ισχύω]], στον ίδ.· <i>κ. αἰτεῖσθαι</i>, sue [[jure]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για λέξεις, με την αρχική τους [[σημασία]], σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[adverb of [[κύριος]]<br /><b class="num">I.</b> like a [[lord]] or [[master]], [[authoritatively]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> [[regularly]], [[legitimately]], [[properly]], κ. ἔχειν to be [[fixed]], [[hold]] [[good]], Aesch.; κ. αἰτεῖσθαι, suo [[jure]], Soph., etc.<br /><b class="num">III.</b> of words, in [[their]] [[proper]] [[sense]], Arist. | |||
}} | |||
{{WoodhouseAdverbsReversed | |||
|woodadr=[[authoritatively]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:07, 23 March 2024
English (LSJ)
Adv. of κύριος,
A like a lord or master, with full authority, τὰς πόλεις κ. παρείληφεν Isoc.4.137; κ. ζημιοῦν Arist.Ath.3.6, SIG1004.11 (Oropus, iv B.C.).
II surely, by fixed decree, A.Ch.785 (lyr.).
2 regularly, lawfully, κ. ἔχειν to be fixed, hold good, Id.Ag.178 (lyr.), Is.7.26; κ. γίγνεσθαι Pl.Lg.925c; κ. αἰτεῖσθαι, suo jure, S.Ph.63; δόντος τοῦ πατρός D.36.32.
III precisely, exactly, διόψεσθαι τὸ ἀληθές Pl.Prm.136c.
IV properly, πρώτως καὶ κ. Arist.EN1157a31; τὸ κ. [ἓν καὶ εἶναι] Id.de An.412b9; especially of words, in the proper sense, opp. μεταφορᾷ or κατὰ μεταφοράν, κ. κατά τινος κατηγορεῖσθαι Id.Top.123a35, cf. 139b36; κ. λέγεσθαι Id.Metaph.1015a14, cf. Str. 3.5.5, Phld.Po.5.19, etc.; ἡ λέξις αὕτη τοῦτο σημαίνει κ. Plb.2.22.1; properly speaking, D.T.632.23: Comp. κυριώτερον, λέγεσθαι Arist.EN 1098a6: Sup. κυριώτατα, λέγεσθαι Id.Cat.14a27.
V in a special (i.e. exceptional) sense, Olymp.in Mete.306.29.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en maître, avec autorité;
2 avec force de loi, de plein droit, légitimement, régulièrement;
3 dans le sens propre, proprement.
Étymologie: κύριος.
Russian (Dvoretsky)
κῡρίως:
1 повелительно, властно (πόλεις τινὰς παραλαβεῖν Isocr.);
2 законным образом, по праву, справедливо (αἰτεῖσθαι Soph.; ὁ κλῆρος γιγνέσθω κ. Plat.);
3 в собственном смысле слова (λέγεσθαι Arst.); собственно (σημαίνειν Polyb.);
4 полностью, целиком, вполне (διόψεσθαι τἀληθές Plat.);
5 подлинно, в действительности (φαίνεσθαι κατὰ τὴν αἴσθησιν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
κῡρίως: Ἐπίρρ. τοῦ κύριος, ὡς κύριος ἢ δεσπότης, μετ’ ἐξουσίας, Αἰσχύλ. Χο. 685, Ἰσοκρ. 68Ε. ΙΙ. κανονικῶς, ὁμαλῶς, νομίμως, προσηκόντως, διὰ νόμου, κ. ἔχω, εἶμαι ὡρισμένος, ἰσχύω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 178, Ἰσαῖ. 66. 9· οὕτω, κ. γενέσθαι Πλάτ. Νόμ. 925C· κ. καὶ πρώτως Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 4, 4· τὸ κ. ἓν ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 2. 1, 7, κτλ.· ― ὡσαύτως, κ. αἰτεῖσθαι, δικαιωματικῶς, Σοφ. Φιλ. 63· δοῦναι Δημ. 954. 20. ΙΙΙ. ἀκριβῶς, «σωστά», Πλάτ. Παρμ. 136C, κτλ. IV. ἐπὶ λέξεων, κατὰ τὴν σημασίαν αὐτῶν, τὴν συνήθη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μεταφορᾷ ἢ κατὰ μεταφοράν, Ἀριστ. Τοπ. 4. 3, 4., 6. 2, 3, Μεταφ. 4. 4, 8, κ. ἀλλ.· συγκρ. κυριώτερον λέγεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 1. 7, 13, κτλ.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κῡρίως: επίρρ. του κύριος,
I. όπως ένας άρχονας ή αφέντης, επιβλητικά, έγκυρα, σε Αισχύλ.
II. κανονικά, πρωταρχικά, εύλογα, νόμιμα, κ. ἔχειν, είμαι ορισμένος, ισχύω, στον ίδ.· κ. αἰτεῖσθαι, sue jure, σε Σοφ. κ.λπ.
III. λέγεται για λέξεις, με την αρχική τους σημασία, σε Αριστ.
Middle Liddell
[adverb of κύριος
I. like a lord or master, authoritatively, Aesch.
II. regularly, legitimately, properly, κ. ἔχειν to be fixed, hold good, Aesch.; κ. αἰτεῖσθαι, suo jure, Soph., etc.
III. of words, in their proper sense, Arist.