ὁπηλίκος: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
(13_4)
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=opilikos
|Transliteration C=opilikos
|Beta Code=o(phli/kos
|Beta Code=o(phli/kos
|Definition=η, ον, relat. and indirect interrog., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">however big</b> (or <b class="b2">small), how big</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>737c</span>, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>1p.16U.</span> ; exclamatory, <b class="b2">how big</b>! <span class="bibl">Diocl.Fr.145</span> ; indef. ὁπηλικοσοῦν, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cael.</span>274a14</span>, al., <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>1p.16U.</span>; ὁπηλικοσδηποτοῦν, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Superf.</span>27</span>.</span>
|Definition=η, ον, relat. and indirect interrog., [[however big]] (or [[small)]], [[how big]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''737c, Epicur.''Ep.''1p.16U.; exclamatory, [[how big]]! Diocl.Fr.145; indef. ὁπηλικοσοῦν, Arist.''Cael.''274a14, al., Epicur.''Ep.''1p.16U.; ὁπηλικοσδηποτοῦν, Hp.''Superf.''27.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0356.png Seite 356]] correlat. zu [[πηλίκος]], wie groß; Plat. Legg. V, 757 c, vulg. [[πηλίκος]]; Sp., wie Nonn. D. 20, 364; ὁπηλικοσοῦν [[μέγεθος]], wie groß auch immer, Arist. phys. 1, 36; D. L. 10, 56.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0356.png Seite 356]] correlat. zu [[πηλίκος]], wie groß; Plat. Legg. V, 757 c, vulg. [[πηλίκος]]; Sp., wie Nonn. D. 20, 364; ὁπηλικοσοῦν [[μέγεθος]], wie groß auch immer, Arist. phys. 1, 36; D. L. 10, 56.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />[[combien grand]].<br />'''Étymologie:''' corrélat. de [[πηλίκος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁπηλίκος:''' (ῐ) relat. сколь большой, каких размеров: ὁπόσα μέρη πλήθει καὶ ὁπηλίκα Plat. сколько частей и каких по размерам.
}}
{{ls
|lstext='''ὁπηλίκος''': -η, -ον, ὁπόσον [[μέγας]], συσχετικὸν τοῦ [[πηλίκος]], Πλάτ. Νόμ. 737C· ὁπηλικοσοῦν Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 6, 12, κ. ἀλλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁπηλίκος]], -η, -ον (Α)<br />(σε αναφ. και πλάγιες ερωτημ. προτάσεις) πόσο [[μεγάλος]] ή [[μικρός]] («καθ' ὁπόσα μέρη... καὶ ὁπηλίκα [[διαιρετέον]] αὐτούς», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αναφορική αντων. [[ὁπηλίκος]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>yo</i>- της αναφορικής αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>ος</i>) και από την ερωτηματική αντων. [[πηλίκος]] (<b>βλ. λ.</b> [[ηλίκος]]). Για τον σχηματισμό του [[ὁπηλίκος]] <span style="color: red;"><</span> [[πηλίκος]] <b>πρβλ.</b> και [[ὁποῖος]] <span style="color: red;"><</span> [[ποῖος]], [[ὁπόσος]] <span style="color: red;"><</span> [[πόσος]] κ.λπ.].
}}
}}

Latest revision as of 13:35, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁπηλίκος Medium diacritics: ὁπηλίκος Low diacritics: οπηλίκος Capitals: ΟΠΗΛΙΚΟΣ
Transliteration A: hopēlíkos Transliteration B: hopēlikos Transliteration C: opilikos Beta Code: o(phli/kos

English (LSJ)

η, ον, relat. and indirect interrog., however big (or small), how big, Pl.Lg.737c, Epicur.Ep.1p.16U.; exclamatory, how big! Diocl.Fr.145; indef. ὁπηλικοσοῦν, Arist.Cael.274a14, al., Epicur.Ep.1p.16U.; ὁπηλικοσδηποτοῦν, Hp.Superf.27.

German (Pape)

[Seite 356] correlat. zu πηλίκος, wie groß; Plat. Legg. V, 757 c, vulg. πηλίκος; Sp., wie Nonn. D. 20, 364; ὁπηλικοσοῦν μέγεθος, wie groß auch immer, Arist. phys. 1, 36; D. L. 10, 56.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
combien grand.
Étymologie: corrélat. de πηλίκος.

Russian (Dvoretsky)

ὁπηλίκος: (ῐ) relat. сколь большой, каких размеров: ὁπόσα μέρη πλήθει καὶ ὁπηλίκα Plat. сколько частей и каких по размерам.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπηλίκος: -η, -ον, ὁπόσον μέγας, συσχετικὸν τοῦ πηλίκος, Πλάτ. Νόμ. 737C· ὁπηλικοσοῦν Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 6, 12, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

ὁπηλίκος, -η, -ον (Α)
(σε αναφ. και πλάγιες ερωτημ. προτάσεις) πόσο μεγάλος ή μικρός («καθ' ὁπόσα μέρη... καὶ ὁπηλίκα διαιρετέον αὐτούς», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφορική αντων. ὁπηλίκος έχει σχηματιστεί από το θ. yo- της αναφορικής αντων. ὅς, , (βλ. λ. ος) και από την ερωτηματική αντων. πηλίκος (βλ. λ. ηλίκος). Για τον σχηματισμό του ὁπηλίκος < πηλίκος πρβλ. και ὁποῖος < ποῖος, ὁπόσος < πόσος κ.λπ.].