παραγλύφω: Difference between revisions
ὁποία δ' ἦν αὕτη ἡ παίδευσις δύναταί τις γιγνώσκειν διάλογόν τινα τοῦ Πλάτωνος σκοπῶν → It's possible to find out what kind of education that was by examining one of Plato's dialogues
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paraglyfo | |Transliteration C=paraglyfo | ||
|Beta Code=paraglu/fw | |Beta Code=paraglu/fw | ||
|Definition=[ῠ],<br><span class="bld">A</span> [[counterfeit]], τὰς σφραγῖδας D.S.1.78.<br><span class="bld">II</span> [[cut a notch]], παραγλύψαντα χρὴ τοῦ ὀστέου ἐνέδρην τῷ μοχλῷ ἀσφαλέα ποιῆσαι Hp.''Fract.''31, cf. Gal.2.461, ''UP''13.3. | |Definition=[ῠ],<br><span class="bld">A</span> [[counterfeit]], τὰς σφραγῖδας [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.78.<br><span class="bld">II</span> [[cut a notch]], παραγλύψαντα χρὴ τοῦ ὀστέου ἐνέδρην τῷ μοχλῷ ἀσφαλέα ποιῆσαι Hp.''Fract.''31, cf. Gal.2.461, ''UP''13.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:35, 27 March 2024
English (LSJ)
[ῠ],
A counterfeit, τὰς σφραγῖδας D.S.1.78.
II cut a notch, παραγλύψαντα χρὴ τοῦ ὀστέου ἐνέδρην τῷ μοχλῷ ἀσφαλέα ποιῆσαι Hp.Fract.31, cf. Gal.2.461, UP13.3.
German (Pape)
[Seite 474] ein fremdes Siegel nachmachen, es verfälschen, D. Sic. 1, 78; – oben einmeißeln, Hippocr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-γλύφω, geneesk., een inkeping maken.
Russian (Dvoretsky)
παραγλύφω: (ῠ) (о печатях) подделывать (τὰς σφραγῖδας Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
παραγλύφω: [ῠ]: μέλλ. -ψω, παραχαράττω, τῶν παραγλυφόντων τὰς σφραγῖδας Διόδ. 1. 78· πρβλ. παρακόπτω. ΙΙ. ἀποξέω, Ἱππ. περὶ Ἀγμῶν 773, Γαλην. 2, 461, 17.
Greek Monolingual
Α
1. παραχαράσσω («ἤ τῶν παραγλυφόντων τὰς σφραγίδας», Διόδ.)
2. αποξέω σχηματίζοντας κοίλωμα, κοιλαίνω με λάξευση («παραγλύψαντα χρὴ τοῦ ὀστέου ἐνέδρην τῷ μοχλῷ ἀσφαλέα ποιῆσαι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + γλύφω «λαξένω, σκαλίζω»].