σκοπή: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skopi
|Transliteration C=skopi
|Beta Code=skoph/
|Beta Code=skoph/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[σκοπιά]], [[lookout-place]], [[watchtower]], <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>713</span>: pl., <span class="bibl">Id.<span class="title">Ag.</span>289</span>,<span class="bibl">309</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>3.2.11</span>, etc.; [[observatory]], <span class="bibl">Str.2.5.14</span>, <span class="bibl">17.1.30</span>; = [[θυννοσκοπεῖον, σ. δαμοσία]] <span class="title">SIG</span>1000.10 (Cos, ii B.C.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[look-out]], [[watch]], πατρὸς σκοπαί <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>786</span> (lyr.), cf. Lyc.1311; σκοπὰς ποιεῖσθαι ἀπὸ δένδρων <span class="bibl">D.S.3.26</span>, cf. <span class="bibl">Luc. <span class="title">Hist.Conscr.</span>29</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[σκοπιά]], [[lookout-place]], [[watchtower]], A.''Supp.''713: pl., Id.''Ag.''289,309, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''3.2.11, etc.; [[observatory]], Str.2.5.14, 17.1.30; = [[θυννοσκοπεῖον]], σ. δαμοσία ''SIG''1000.10 (Cos, ii B.C.).<br><span class="bld">II</span> [[look-out]], [[watch]], πατρὸς σκοπαί A.''Supp.''786 (lyr.), cf. Lyc.1311; σκοπὰς ποιεῖσθαι ἀπὸ δένδρων [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.26, cf. Luc. ''Hist.Conscr.''29.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0903.png Seite 903]] ἡ, 1) das Umschauen, Spähen, Sp.; σκοπὴν ποιεῖσθαι, steh umschauen, Luc. conscr. hist. 29. – 2) = σκοπ ιά, Ort zum Spähen, Warte; Aesch. Suppl. 694; im plur., Ag. 280. 300; Xen. Cyr. 3, 2, 11. 6, 3, 12; Pol. 1, 56, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0903.png Seite 903]] ἡ, 1) das Umschauen, Spähen, Sp.; σκοπὴν ποιεῖσθαι, steh umschauen, Luc. conscr. hist. 29. – 2) = σκοπ ιά, Ort zum Spähen, Warte; Aesch. Suppl. 694; im plur., Ag. 280. 300; Xen. Cyr. 3, 2, 11. 6, 3, 12; Pol. 1, 56, 6.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> [[lieu d'où l'on observe]], [[observatoire]];<br /><b>2</b> [[action d'observer]].<br />'''Étymologie:''' R. Σκεπ, observer ; v. [[σκέπτομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκοπή -ῆς, ἡ [~ σκοπός] uitkijk, wacht. uitkijkpost.
}}
{{elru
|elrutext='''σκοπή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[наблюдательный пункт]] (ἀπὸ σκοπῆς ὁρᾶν τι Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[наблюдение]] (σκοπὴν ποιεῖσθαι Diod., Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκοπή''': ἡ, = [[σκοπιά]], [[τόπος]] ὑψηλὸς ἀφ’ οὗ τις παρατηρεῖ ἢ κατασκοπεύει, [[πύργος]] χρησιμεύων πρὸς κατόπτευσιν, «ἄποψις» Ἡσύχ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 713· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 289, 317, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 11, κτλ.· πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 223. ΙΙ. [[προσοχή]], [[παρατήρησις]] [[μετὰ]] προσοχῆς, [[φύλαξις]], πατρὸς σκοπαὶ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 786, παβλ. Λυκόφρ. 1311· σκοπὰς ποιεῖσθαι ἀπὸ δένδρων Διόδ. 3. 26, πρβλ. Λουκ. πὼς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 29.
|lstext='''σκοπή''': ἡ, = [[σκοπιά]], [[τόπος]] ὑψηλὸς ἀφ’ οὗ τις παρατηρεῖ ἢ κατασκοπεύει, [[πύργος]] χρησιμεύων πρὸς κατόπτευσιν, «ἄποψις» Ἡσύχ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 713· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 289, 317, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 11, κτλ.· πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 223. ΙΙ. [[προσοχή]], [[παρατήρησις]] μετὰ προσοχῆς, [[φύλαξις]], πατρὸς σκοπαὶ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 786, παβλ. Λυκόφρ. 1311· σκοπὰς ποιεῖσθαι ἀπὸ δένδρων Διόδ. 3. 26, πρβλ. Λουκ. πὼς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 29.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> lieu d’où l’on observe, observatoire;<br /><b>2</b> action d’observer.<br />'''Étymologie:''' R. Σκεπ, observer ; v. [[σκέπτομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[τόπος]] [[υψηλός]] από όπου παρατηρεί [[κανείς]] τη [[γύρω]] [[περιοχή]], [[σκοπιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> ύφαλος με αμφισβητούμενη [[θέση]] ή και ύπαρξη [[ακόμη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρατήρηση]] που γίνεται με ιδιαίτερη [[προσοχή]], [[κατόπτευση]] («πατρὸς σκοπαὶ δὲ μ' εἶλον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρατηρητήριο]] του ουράνιου θόλου, [[αστεροσκοπείο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ποιοῡμαι τὴν σκοπήν» — [[παρατηρώ]] [[ολόγυρα]] <b>(Λούκιαν.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>σκοπ</i>- του [[σκέπτομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ή</i> (<b>πρβλ.</b> [[τρέφω]]: [[τροφή]])].
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[τόπος]] [[υψηλός]] από όπου παρατηρεί [[κανείς]] τη [[γύρω]] [[περιοχή]], [[σκοπιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> ύφαλος με αμφισβητούμενη [[θέση]] ή και ύπαρξη [[ακόμη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρατήρηση]] που γίνεται με ιδιαίτερη [[προσοχή]], [[κατόπτευση]] («πατρὸς σκοπαὶ δὲ μ' εἶλον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρατηρητήριο]] του ουράνιου θόλου, [[αστεροσκοπείο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ποιοῦμαι τὴν σκοπήν» — [[παρατηρώ]] [[ολόγυρα]] <b>(Λούκιαν.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>σκοπ</i>- του [[σκέπτομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ή</i> (<b>πρβλ.</b> [[τρέφω]]: [[τροφή]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκοπή:''' ἡ, = <i>σκοπιὰ</i> I, στον πληθ., σε Αισχύλ., Ξεν.
|lsmtext='''σκοπή:''' ἡ, = <i>σκοπιὰ</i> I, στον πληθ., σε Αισχύλ., Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=σκοπή -ῆς, ἡ [~ σκοπός] uitkijk, wacht. uitkijkpost.
}}
{{elru
|elrutext='''σκοπή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> наблюдательный пункт (ἀπὸ σκοπῆς ὁρᾶν τι Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> наблюдение (σκοπὴν ποιεῖσθαι Diod., Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σκοπή]], ἡ, = [[σκοπιά]] I, in pl., Aesch., Xen.]
|mdlsjtxt=[[σκοπή]], ἡ, = [[σκοπιά]] I, in plural, Aesch., Xen.]
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[place for looking out]], [[place for watching]]
|woodrun=[[place for looking out]], [[place for watching]]
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοπή Medium diacritics: σκοπή Low diacritics: σκοπή Capitals: ΣΚΟΠΗ
Transliteration A: skopḗ Transliteration B: skopē Transliteration C: skopi Beta Code: skoph/

English (LSJ)

ἡ,
A = σκοπιά, lookout-place, watchtower, A.Supp.713: pl., Id.Ag.289,309, X.Cyr.3.2.11, etc.; observatory, Str.2.5.14, 17.1.30; = θυννοσκοπεῖον, σ. δαμοσία SIG1000.10 (Cos, ii B.C.).
II look-out, watch, πατρὸς σκοπαί A.Supp.786 (lyr.), cf. Lyc.1311; σκοπὰς ποιεῖσθαι ἀπὸ δένδρων D.S.3.26, cf. Luc. Hist.Conscr.29.

German (Pape)

[Seite 903] ἡ, 1) das Umschauen, Spähen, Sp.; σκοπὴν ποιεῖσθαι, steh umschauen, Luc. conscr. hist. 29. – 2) = σκοπ ιά, Ort zum Spähen, Warte; Aesch. Suppl. 694; im plur., Ag. 280. 300; Xen. Cyr. 3, 2, 11. 6, 3, 12; Pol. 1, 56, 6.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 lieu d'où l'on observe, observatoire;
2 action d'observer.
Étymologie: R. Σκεπ, observer ; v. σκέπτομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκοπή -ῆς, ἡ [~ σκοπός] uitkijk, wacht. uitkijkpost.

Russian (Dvoretsky)

σκοπή:
1 наблюдательный пункт (ἀπὸ σκοπῆς ὁρᾶν τι Aesch.);
2 наблюдение (σκοπὴν ποιεῖσθαι Diod., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

σκοπή: ἡ, = σκοπιά, τόπος ὑψηλὸς ἀφ’ οὗ τις παρατηρεῖ ἢ κατασκοπεύει, πύργος χρησιμεύων πρὸς κατόπτευσιν, «ἄποψις» Ἡσύχ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 713· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 289, 317, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 11, κτλ.· πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 223. ΙΙ. προσοχή, παρατήρησις μετὰ προσοχῆς, φύλαξις, πατρὸς σκοπαὶ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 786, παβλ. Λυκόφρ. 1311· σκοπὰς ποιεῖσθαι ἀπὸ δένδρων Διόδ. 3. 26, πρβλ. Λουκ. πὼς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 29.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
τόπος υψηλός από όπου παρατηρεί κανείς τη γύρω περιοχή, σκοπιά
νεοελλ.
ναυτ. ύφαλος με αμφισβητούμενη θέση ή και ύπαρξη ακόμη
αρχ.
1. παρατήρηση που γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή, κατόπτευση («πατρὸς σκοπαὶ δὲ μ' εἶλον», Αισχύλ.)
2. παρατηρητήριο του ουράνιου θόλου, αστεροσκοπείο
3. φρ. «ποιοῦμαι τὴν σκοπήν» — παρατηρώ ολόγυρα (Λούκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σκοπ- του σκέπτομαι + κατάλ. -ή (πρβλ. τρέφω: τροφή)].

Greek Monotonic

σκοπή: ἡ, = σκοπιὰ I, στον πληθ., σε Αισχύλ., Ξεν.

Middle Liddell

σκοπή, ἡ, = σκοπιά I, in plural, Aesch., Xen.]

English (Woodhouse)

place for looking out, place for watching

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)