σκοπή: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
(11) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(28 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skopi | |Transliteration C=skopi | ||
|Beta Code=skoph/ | |Beta Code=skoph/ | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[σκοπιά]], [[lookout-place]], [[watchtower]], A.''Supp.''713: pl., Id.''Ag.''289,309, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''3.2.11, etc.; [[observatory]], Str.2.5.14, 17.1.30; = [[θυννοσκοπεῖον]], σ. δαμοσία ''SIG''1000.10 (Cos, ii B.C.).<br><span class="bld">II</span> [[look-out]], [[watch]], πατρὸς σκοπαί A.''Supp.''786 (lyr.), cf. Lyc.1311; σκοπὰς ποιεῖσθαι ἀπὸ δένδρων [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.26, cf. Luc. ''Hist.Conscr.''29. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0903.png Seite 903]] ἡ, 1) das Umschauen, Spähen, Sp.; σκοπὴν ποιεῖσθαι, steh umschauen, Luc. conscr. hist. 29. – 2) = σκοπ ιά, Ort zum Spähen, Warte; Aesch. Suppl. 694; im plur., Ag. 280. 300; Xen. Cyr. 3, 2, 11. 6, 3, 12; Pol. 1, 56, 6. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> [[lieu d'où l'on observe]], [[observatoire]];<br /><b>2</b> [[action d'observer]].<br />'''Étymologie:''' R. Σκεπ, observer ; v. [[σκέπτομαι]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σκοπή -ῆς, ἡ [~ σκοπός] uitkijk, wacht. uitkijkpost. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκοπή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[наблюдательный пункт]] (ἀπὸ σκοπῆς ὁρᾶν τι Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[наблюдение]] (σκοπὴν ποιεῖσθαι Diod., Luc.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σκοπή''': ἡ, = [[σκοπιά]], [[τόπος]] ὑψηλὸς ἀφ’ οὗ τις παρατηρεῖ ἢ κατασκοπεύει, [[πύργος]] χρησιμεύων πρὸς κατόπτευσιν, «ἄποψις» Ἡσύχ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 713· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 289, 317, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 11, κτλ.· πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 223. ΙΙ. [[προσοχή]], [[παρατήρησις]] μετὰ προσοχῆς, [[φύλαξις]], πατρὸς σκοπαὶ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 786, παβλ. Λυκόφρ. 1311· σκοπὰς ποιεῖσθαι ἀπὸ δένδρων Διόδ. 3. 26, πρβλ. Λουκ. πὼς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 29. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[τόπος]] [[υψηλός]] από όπου παρατηρεί [[κανείς]] τη [[γύρω]] [[περιοχή]], [[σκοπιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> ύφαλος με αμφισβητούμενη [[θέση]] ή και ύπαρξη [[ακόμη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρατήρηση]] που γίνεται με ιδιαίτερη [[προσοχή]], [[κατόπτευση]] («πατρὸς σκοπαὶ δὲ μ' εἶλον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρατηρητήριο]] του ουράνιου θόλου, [[αστεροσκοπείο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ποιοῦμαι τὴν σκοπήν» — [[παρατηρώ]] [[ολόγυρα]] <b>(Λούκιαν.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>σκοπ</i>- του [[σκέπτομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ή</i> (<b>πρβλ.</b> [[τρέφω]]: [[τροφή]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκοπή:''' ἡ, = <i>σκοπιὰ</i> I, στον πληθ., σε Αισχύλ., Ξεν. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[σκοπή]], ἡ, = [[σκοπιά]] I, in plural, Aesch., Xen.] | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[place for looking out]], [[place for watching]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:45, 27 March 2024
English (LSJ)
ἡ,
A = σκοπιά, lookout-place, watchtower, A.Supp.713: pl., Id.Ag.289,309, X.Cyr.3.2.11, etc.; observatory, Str.2.5.14, 17.1.30; = θυννοσκοπεῖον, σ. δαμοσία SIG1000.10 (Cos, ii B.C.).
II look-out, watch, πατρὸς σκοπαί A.Supp.786 (lyr.), cf. Lyc.1311; σκοπὰς ποιεῖσθαι ἀπὸ δένδρων D.S.3.26, cf. Luc. Hist.Conscr.29.
German (Pape)
[Seite 903] ἡ, 1) das Umschauen, Spähen, Sp.; σκοπὴν ποιεῖσθαι, steh umschauen, Luc. conscr. hist. 29. – 2) = σκοπ ιά, Ort zum Spähen, Warte; Aesch. Suppl. 694; im plur., Ag. 280. 300; Xen. Cyr. 3, 2, 11. 6, 3, 12; Pol. 1, 56, 6.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 lieu d'où l'on observe, observatoire;
2 action d'observer.
Étymologie: R. Σκεπ, observer ; v. σκέπτομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκοπή -ῆς, ἡ [~ σκοπός] uitkijk, wacht. uitkijkpost.
Russian (Dvoretsky)
σκοπή: ἡ
1 наблюдательный пункт (ἀπὸ σκοπῆς ὁρᾶν τι Aesch.);
2 наблюдение (σκοπὴν ποιεῖσθαι Diod., Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
σκοπή: ἡ, = σκοπιά, τόπος ὑψηλὸς ἀφ’ οὗ τις παρατηρεῖ ἢ κατασκοπεύει, πύργος χρησιμεύων πρὸς κατόπτευσιν, «ἄποψις» Ἡσύχ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 713· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 289, 317, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 11, κτλ.· πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 223. ΙΙ. προσοχή, παρατήρησις μετὰ προσοχῆς, φύλαξις, πατρὸς σκοπαὶ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 786, παβλ. Λυκόφρ. 1311· σκοπὰς ποιεῖσθαι ἀπὸ δένδρων Διόδ. 3. 26, πρβλ. Λουκ. πὼς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 29.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
τόπος υψηλός από όπου παρατηρεί κανείς τη γύρω περιοχή, σκοπιά
νεοελλ.
ναυτ. ύφαλος με αμφισβητούμενη θέση ή και ύπαρξη ακόμη
αρχ.
1. παρατήρηση που γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή, κατόπτευση («πατρὸς σκοπαὶ δὲ μ' εἶλον», Αισχύλ.)
2. παρατηρητήριο του ουράνιου θόλου, αστεροσκοπείο
3. φρ. «ποιοῦμαι τὴν σκοπήν» — παρατηρώ ολόγυρα (Λούκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σκοπ- του σκέπτομαι + κατάλ. -ή (πρβλ. τρέφω: τροφή)].
Greek Monotonic
σκοπή: ἡ, = σκοπιὰ I, στον πληθ., σε Αισχύλ., Ξεν.
Middle Liddell
σκοπή, ἡ, = σκοπιά I, in plural, Aesch., Xen.]