ἐπιγονή: Difference between revisions
(6_8) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epigoni | |Transliteration C=epigoni | ||
|Beta Code=e)pigonh/ | |Beta Code=e)pigonh/ | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[increase]], [[growth]], <b class="b3">ἐ. λαμβάνειν</b> become [[larger]], Plu.2.506f; μείζονος κακίας Luc.''Tim.''3; <b class="b3">ἐνιαυτοῦ αἰγῶν κτλ. ἐ.</b> the year's [[produce]], Plu.''Fab.''4; <b class="b3">τὴν ἐ. μακαρίαν [γίνεσθαι]</b> ''SIG''695.48 (ii B.C.); θρεμμάτων Ph.2.234; ζῴων Porph.''Abst.''1.16; <b class="b3">ἐξ ἐπιγονῆς ἐπιγεγενημένοι</b> πῶλοι ''BGU''353.14 (ii A.D.).<br><span class="bld">2</span>. [[offspring]], [[breed]], ἵππων [[Diodorus Siculus|D.S.]] 4.15; of men, [[LXX]] ''2 Ch.''31.16.<br><span class="bld">II</span>. in Egypt, [[descendants of foreign]] [[military settlers]], <b class="b3">Μακεδών, Ἰουδαῖος τῆς ἐ</b>, Wilcken ''Chr.''241 (iii B.C.), Mitteis ''Chr.''21.13 (iii B.C.), etc.; later apptly. used in legal fictions of a category of persons, <b class="b3">Πέρσης τῆς ἐ.</b> ''PStrassb.''83.12 (ii B.C.), ''BGU'' 1134 (i B.C./i A.D.), etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0933.png Seite 933]] ἡ, Nachwuchs, Nachkommenschaft, bes. von | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0933.png Seite 933]] ἡ, Nachwuchs, Nachkommenschaft, bes. von Tieren, Plut. Fab. M. 4; D. Sic. 4, 15; Ael. H. N. 2, 46; übtr. κακίας Luc. Tim. 3; ἐπιγονὴν λαμβάνει [[λόγος]], das Gerücht wächst, Plut. garrul. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> [[production]], [[produit]] ; race ; <i>Égypte ptolémaïque</i> τῆς ἐπιγονῆς <i>terme désignant les fils des clérouques macédoniens ou perses établis en Égypte par les différents souverains lagides, donc nés en Égypte, ou</i> « de la deuxième génération »;<br /><b>2</b> [[croissance]], [[progrès]], [[développement]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιγίγνομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιγονή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[потомство]], [[приплод]] (ἵππων Diod.; αἰγῶν καὶ συῶν καὶ προβάτων καὶ [[βοῶν]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[произрастание]], [[рост]] (κακίας Luc.): ἐπιγονὴν λαμβάνειν Plut. разрастаться, расширяться. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιγονή''': ἡ [[αὔξησις]], [[ἀνάπτυξις]], ἐπ. [[λαμβάνω]], [[γίνομαι]] μεγαλείτερος, αὐξάνομαι, ἐπιγονὴν λαμβάνει καὶ πολλαπλασιασμὸν Πλούτ. 2. 506F· εἰς ἐπιγονὴν κακίας μείζονος, εἰς ἀναγέννησιν μεγαλειτέρας κακίας, Λουκ. Τιμ. 3· - ἐνιαυτοῦ ἐπ., ἡ τοῦ ἔτους [[παραγωγή]], Πλουτ. Φάβ. 4. 2) [[γόνος]], γένος (τῶν ἵππων τοῦ Διομήδους), ὧν τὴν ἐπιγονὴν συνέβη διαμεῖναι [[μέχρι]] τῆς Ἀλεξάνδρου βασιλείας Διόδ. 4. 15· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΛΑ΄, 16). | |lstext='''ἐπιγονή''': ἡ [[αὔξησις]], [[ἀνάπτυξις]], ἐπ. [[λαμβάνω]], [[γίνομαι]] μεγαλείτερος, αὐξάνομαι, ἐπιγονὴν λαμβάνει καὶ πολλαπλασιασμὸν Πλούτ. 2. 506F· εἰς ἐπιγονὴν κακίας μείζονος, εἰς ἀναγέννησιν μεγαλειτέρας κακίας, Λουκ. Τιμ. 3· - ἐνιαυτοῦ ἐπ., ἡ τοῦ ἔτους [[παραγωγή]], Πλουτ. Φάβ. 4. 2) [[γόνος]], γένος (τῶν ἵππων τοῦ Διομήδους), ὧν τὴν ἐπιγονὴν συνέβη διαμεῖναι [[μέχρι]] τῆς Ἀλεξάνδρου βασιλείας Διόδ. 4. 15· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΛΑ΄, 16). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιγονή]], η (AM)<br />(για ζώα) [[παραγωγή]], γεννήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αύξηση]], [[ανάπτυξη]]<br /><b>2.</b> [[γένος]], [[ράτσα]]<br /><b>3.</b> οι απόγονοι ξένων στρατιωτικών εποίκων στην Αίγυπτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>γον</i>-<i>ή</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γί</i>-<i>γν</i>-<i>ομαι</i>), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του αρχικού θ. <i>γεν</i>-]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιγονή:''' ἡ, [[αύξηση]], [[ανάπτυξη]], [[παραγωγή]], σε Πλούτ., Λουκ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐπι-[[γονή]], ἡ,<br />[[increase]], [[growth]], [[produce]], Plut., Luc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 08:05, 27 March 2024
English (LSJ)
ἡ,
A increase, growth, ἐ. λαμβάνειν become larger, Plu.2.506f; μείζονος κακίας Luc.Tim.3; ἐνιαυτοῦ αἰγῶν κτλ. ἐ. the year's produce, Plu.Fab.4; τὴν ἐ. μακαρίαν [γίνεσθαι] SIG695.48 (ii B.C.); θρεμμάτων Ph.2.234; ζῴων Porph.Abst.1.16; ἐξ ἐπιγονῆς ἐπιγεγενημένοι πῶλοι BGU353.14 (ii A.D.).
2. offspring, breed, ἵππων D.S. 4.15; of men, LXX 2 Ch.31.16.
II. in Egypt, descendants of foreign military settlers, Μακεδών, Ἰουδαῖος τῆς ἐ, Wilcken Chr.241 (iii B.C.), Mitteis Chr.21.13 (iii B.C.), etc.; later apptly. used in legal fictions of a category of persons, Πέρσης τῆς ἐ. PStrassb.83.12 (ii B.C.), BGU 1134 (i B.C./i A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 933] ἡ, Nachwuchs, Nachkommenschaft, bes. von Tieren, Plut. Fab. M. 4; D. Sic. 4, 15; Ael. H. N. 2, 46; übtr. κακίας Luc. Tim. 3; ἐπιγονὴν λαμβάνει λόγος, das Gerücht wächst, Plut. garrul. 10.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 production, produit ; race ; Égypte ptolémaïque τῆς ἐπιγονῆς terme désignant les fils des clérouques macédoniens ou perses établis en Égypte par les différents souverains lagides, donc nés en Égypte, ou « de la deuxième génération »;
2 croissance, progrès, développement.
Étymologie: ἐπιγίγνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιγονή: ἡ
1 потомство, приплод (ἵππων Diod.; αἰγῶν καὶ συῶν καὶ προβάτων καὶ βοῶν Plut.);
2 произрастание, рост (κακίας Luc.): ἐπιγονὴν λαμβάνειν Plut. разрастаться, расширяться.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγονή: ἡ αὔξησις, ἀνάπτυξις, ἐπ. λαμβάνω, γίνομαι μεγαλείτερος, αὐξάνομαι, ἐπιγονὴν λαμβάνει καὶ πολλαπλασιασμὸν Πλούτ. 2. 506F· εἰς ἐπιγονὴν κακίας μείζονος, εἰς ἀναγέννησιν μεγαλειτέρας κακίας, Λουκ. Τιμ. 3· - ἐνιαυτοῦ ἐπ., ἡ τοῦ ἔτους παραγωγή, Πλουτ. Φάβ. 4. 2) γόνος, γένος (τῶν ἵππων τοῦ Διομήδους), ὧν τὴν ἐπιγονὴν συνέβη διαμεῖναι μέχρι τῆς Ἀλεξάνδρου βασιλείας Διόδ. 4. 15· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΛΑ΄, 16).
Greek Monolingual
ἐπιγονή, η (AM)
(για ζώα) παραγωγή, γεννήματα
αρχ.
1. αύξηση, ανάπτυξη
2. γένος, ράτσα
3. οι απόγονοι ξένων στρατιωτικών εποίκων στην Αίγυπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γον-ή (< γί-γν-ομαι), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα του αρχικού θ. γεν-].
Greek Monotonic
ἐπιγονή: ἡ, αύξηση, ανάπτυξη, παραγωγή, σε Πλούτ., Λουκ.